(Redirected from καβλώνω)

γκαβλώνω, καβλώνω redirect here.

Ερεθίζομαι σεξουαλικά, φτιάχνομαι, τη βρίσκω, έρχομαι σε ανώτατο στάδιο ηδονής.

– Την είδες εχθές την Πετρούλα;
– Ναι ρε μαλάκα. Με το στριγκάκι έμεινε. Και κάτι κουνήματα. Ε ρε πράμα που σαλεύει! Η γκόμενα είναι κωλάρα Κρόφτ. Και βύζο όλα τα λεφτά, ω ρε μάνα μου, κάβλωσα άγρια εχθές...
– Αυτήν κανένας ματσωμένος θα την κανονίζει...
– Αυτή φίλε την κανονίζει όλος ο αντρικός πληθυσμός Αθηνών και πάσης. Η γκόμενα είναι κάβλα.
– Το απόλυτο νιμού, φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified