Ο τυπάς που έχει ύφος κομμώτριας που της θίξανε τη βαφή. Επίσης, ο τύπος που είναι σα να βγήκε από τα Σύνορα της Αγάπης.

- Πώς είσαι έτσι ρε, σαν πατημένος ντολμάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απιστεύτου.

-Ρε, ο Τάκης έπιασε γκόμενα;
-Τι λε ρε;
-Ναι ρε. Τον είδα στα Γκούντις με ένα νιμού όλα τα λεφτά.
-Unpisteftable. Βρήκε γκόμενα ο Τάκης. Κι εμείς πάλι μπουκάλα...

Και στα Ελληνικά: απιστεύταμπολ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος κάνει αναγραμματισμούς όταν μιλάει, ή έχει πρόβλημα στην άρθρωση κ.λπ.

Τα κορυφαία σαρδάμ του μάστορα του είδους Κώστα Σημίτη:

  • Χαραστηρικτικά
  • Χαμληλό
  • Οινοκομία
  • Κειλστό
  • Δικρατορία

...και κάμποσα άλλα, δεν τα θυμάμαι όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίεργος τυπάς, από αυτούς που πήρανε κάπου αλλού την κωδική ονομασία: Γνωστοί Άγνωστοι.

Του αρέσουνε τα μαθηματικά, ειδικά αυτά που έχουν από μπροστά το % (Shift5). Είναι απόγονος των Νεφελίμ και κατά πάσα πιθανότητα θα κυβερνήσει τη Δημοκρατία της Μαλακίας (άλλοι τη λένε Ελλάδα).

*Κανένας 34,6%
*Κωστίκας 29,2%
*Γιωρίκας 26,9%

Και κάτι ψιλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο με της πουτάνας το κάγκελο. Υποδηλώνει κατάσταση κατά την οποία γίνεται τση μουρλής, ή κατ' άλλους της Πόπης.

Κι εκεί που την είχα βάλει την Ουκρανή κάτω και της μάθαινα ελληνικά (μπορείτε να φανταστείτε) μπουκάρει ένας μπράβος και τη μαχαιρώνει. Του μουνιού το ξέσκισμα έγινε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος (μεγεθυμένο ή μη) του μαύρου.

(Από τσόντα του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου)

-Έλα μανάρα μου να σου δείξω εγώ τι θα πει φιστίκι αράπικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άμπαλος σε μεγάλο βαθμό. Ίσως βγαίνει από το άμπαλος και αντάβαλος.

– Κοίτα μαλάκα μια γκόμενα, πρώτη μούρη στο κινητό του Τάσου!
Τι λε ρε. Τέτοιο μανουλομάνουλο κυκλοφοράει ο χαμπάμπαλος. Έλεορ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερεθίζομαι σεξουαλικά, φτιάχνομαι, τη βρίσκω, έρχομαι σε ανώτατο στάδιο ηδονής.

– Την είδες εχθές την Πετρούλα;
– Ναι ρε μαλάκα. Με το στριγκάκι έμεινε. Και κάτι κουνήματα. Ε ρε πράμα που σαλεύει! Η γκόμενα είναι κωλάρα Κρόφτ. Και βύζο όλα τα λεφτά, ω ρε μάνα μου, κάβλωσα άγρια εχθές...
– Αυτήν κανένας ματσωμένος θα την κανονίζει...
– Αυτή φίλε την κανονίζει όλος ο αντρικός πληθυσμός Αθηνών και πάσης. Η γκόμενα είναι κάβλα.
– Το απόλυτο νιμού, φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός, η μαλακία, το καταχτύπι.

-Ρε Νικόλα, τι έγινε τελευταία κι είσαι έτσι;
-Άσε μαλάκα. Δε μπορώ να πηδήξω. Μαλακοκαύλης βγήκα ρε. Ντροπιάζω το αντρικό φύλο!
-Πώς το κατάλαβες αυτό ρε;
-Να ρε, μ΄ εκείνο το γκομενάκι απ΄ το μπαρ, το πήγα σε ξενοδοχείο, κι αντί να την πηδήξω...
-Τι ρε;
-Μαλακοκαύλης την τελευταία στιγμή. Ανίκανος!
-Και τώρα τι θα κάνεις; Θα το ρίξεις στην παχιά;
-Μακάρι φίλε να γινότανε κι αυτό. Τρεις μέρες τώρα, ούτε μαλακία δεν μπόρεσα να τραβήξω από την πίκρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική ονομασία της κόκας.

Έμεινε καθόλου πράμα εδώ κάτω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified