Υβριστικός χαρακτηρισμός απευθυνόμενος βασικά σε γυναίκες (σπανιότερα σε άντρες) και συντασσόμενος κατά κύριο λόγο με μωρή. Η απροσδιορίστων χαρισμάτων και ιδιοτήτων μπορδόχα είναι πιθανόν να συγγενεύει με άλλες εξ ίσου γοητευτικές κυρίες όπως η φακλάνα, η σακαφιόρα, η τσουράπω και η μπαζόλα.

Ετυμολογικώς η εν λόγω δεσποσύνη κινείται σε αδιαφανείς περιοχές, αν όχι σε μαύρο σκοτάδι. Εν τούτοις, εκείνο το -πορδο- που εμπεριέχεται στην αγνώστου προελεύσεως λέξη μας αφήνει περιθώρια για ελεύθερους ηχομιμητικούς συνειρμούς.

Επειδή μεγάλωσα με 2 ντόμπερμαν, το κατούρημα άμα μείνει και είναι επαναλαμβανόμενο ναι δημιουργεί πρόβλημα. Ο μπορδόχας ο δικός μου κατούραγε σε ενα σημείο για χρόνια που δεν το είχα πάρει χαμπάρι, έξω στην αυλή, είχε ραγίσει το τσιμέντο φαντάσου.

Τι ντιεμ να στειλεις μωρη μπορδοχα που ουτε για ανταλλακτικα δε σε επαιρνα

Τι λες μωρη μαλακω που θα βαλω τοσο σιροπι στα μελομακαρονα. Αι στο διαολο μωρη μπορδοχα σκασε θα μου πεις εμενα

Να αφήσεις το μωρο ήσυχο μωρη μπορδοχα!

μαζεψου μωρη μπουρδοχα

Salta ke gamisou mwri mpordoxa!

Όλα από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified