Ψηλός και άχαρος άνθρωπος, ειδικότερα γυναίκα (εύχρηστο στον νομό Ηλείας, από το ομώνυμο λατινογενές ουσιαστικό που δηλώνει το παράπηγμα του τσοπάνη...).

- Πόσο ξελόντζα αυτή η γκόμενα, ρε γέροι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλιογύναικο, η πουτάνα.

- Δε μας χέζεις με την ξελόντζα που έμπλεξες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενυχτισμένη γκόμενα που τα έπινε έως πρωΐας και δεν βλέπεται.

Πού τα έπινες μωρή ξελόντζα μεχρι τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published