Δε νιώθει: Δεν καταλαβαίνει, δεν χαμπαριάζει τίποτα.

- Ρε γιωτόμπαλο, μισή ώρα περιμένω να με αλλάξεις. Την σκοπιά σου θα κάνουμε; Θα σε σκίσω ρε!
- Ηρέμησε ρε Μήτσο. Αφού δε νιώθει ο μπούφος. Ι3 είναι.

(από HardcoreGR, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Καταλαβαίνω.
  2. Πωρώνομαι.

Πήγα χτες στο live του Ice Cube, φιλάρα, όλα τα μάνεϊ, μας έκανε το αλάνι να νιώσουμε.

Βλ. και άνοιωστος, άνιωθος, ανιωθίλα.

βλ. και νιώσε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταλαβαίνω.

- Ρε μπαγλαμά αφού δεν έχεις κάνει registration, πώς θες να μπεις;
- Δεν το 'νιωσα...

(από Khan, 06/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε νιώθεις: δεν ενδιαφέρεσαι, δε σε νοιάζει, αδιαφορείς, δε δίνεις μία, αλλά και δεν καταλαβαίνεις.

Η έκφραση είναι πάντα σε τρίτο πρόσωπο και συνήθως πάει μετά το διαζευκτικό ή, σχηματίζοντας το -κατά βάθος- παραπονιάρικο, "ή δεν νιώθεις..."
Αντίθετα με την κανονική χρήση του ρήματος νιώθω, εδώ δεν υπάρχει αντικείμενο, ούτε προσδιορισμός, πχ νιώθω γελοίος, νιώθω ένα κρύουλο.

'Ακούστηκε' πολύ χάρη στην διαφήμιση του ΟΤΕ τιβί που είχε μεγάλη πλάκα:
δες εδώ

Ι. "Με γουστάρεις ή δεν νιώθεις;" (εδώ)

ΙΙ. εδώ
-Αστυνομία, λέγετε
-Μου κόπηκε το wifi
-Τι λέτε κύριε, αυτά δεν είναι προβλήματα για την αστυν___
-ΡΕ ΜΟΥ ΚΟΠΗΚΕ ΤΟ WIFI ΝΟΙΩΣΕ ΛΙΓΟ

ΙΙΙ. εδώ
«Θα ρθεις να δούμε ΑΟ Τρίκαλα… ή δε νιώθεις»

ΙV. εδώ
«τα λεφτά θα τα βρει από αυτούς που τα χαρίζατε εσείς. Δες τη φωτογραφία του προφίλ σου, για να καταλάβεις. Ή δε νοιώθεις

V. Πως ειναι δυνατον να σε κανουν μπλοκ; Λες παλιοκουβεντες η δεν νιωθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξυπνάω.

Άντρας : - Γυναίκα , χτυπάει η πόρτα, τράβα άνοιξε!
Γυναίκα : - Tο κινητό σου είναι, νιώσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified