Δε νιώθει: Δεν καταλαβαίνει, δεν χαμπαριάζει τίποτα.
- Ρε γιωτόμπαλο, μισή ώρα περιμένω να με αλλάξεις. Την σκοπιά σου θα κάνουμε; Θα σε σκίσω ρε!
- Ηρέμησε ρε Μήτσο. Αφού δε νιώθει ο μπούφος. Ι3 είναι.
Δε νιώθει: Δεν καταλαβαίνει, δεν χαμπαριάζει τίποτα.
- Ρε γιωτόμπαλο, μισή ώρα περιμένω να με αλλάξεις. Την σκοπιά σου θα κάνουμε; Θα σε σκίσω ρε!
- Ηρέμησε ρε Μήτσο. Αφού δε νιώθει ο μπούφος. Ι3 είναι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πήγα χτες στο live του Ice Cube, φιλάρα, όλα τα μάνεϊ, μας έκανε το αλάνι να νιώσουμε.
Got a better definition? Add it!
Δε νιώθεις: δεν ενδιαφέρεσαι, δε σε νοιάζει, αδιαφορείς, δε δίνεις μία, αλλά και δεν καταλαβαίνεις.
Η έκφραση είναι πάντα σε τρίτο πρόσωπο και συνήθως πάει μετά το διαζευκτικό ή, σχηματίζοντας το -κατά βάθος- παραπονιάρικο, "ή δεν νιώθεις..."
Αντίθετα με την κανονική χρήση του ρήματος νιώθω, εδώ δεν υπάρχει αντικείμενο, ούτε προσδιορισμός, πχ νιώθω γελοίος, νιώθω ένα κρύουλο.
'Ακούστηκε' πολύ χάρη στην διαφήμιση του ΟΤΕ τιβί που είχε μεγάλη πλάκα:
Ι. "Με γουστάρεις ή δεν νιώθεις;" (εδώ)
ΙΙ.
εδώ
-Αστυνομία, λέγετε
-Μου κόπηκε το wifi
-Τι λέτε κύριε, αυτά δεν είναι προβλήματα για την αστυν___
-ΡΕ ΜΟΥ ΚΟΠΗΚΕ ΤΟ WIFI ΝΟΙΩΣΕ ΛΙΓΟ
ΙΙΙ. εδώ
«Θα ρθεις να δούμε ΑΟ Τρίκαλα… ή δε νιώθεις»
ΙV. εδώ
«τα λεφτά θα τα βρει από αυτούς που τα χαρίζατε εσείς. Δες τη φωτογραφία του προφίλ σου, για να καταλάβεις. Ή δε νοιώθεις;»
V. Πως ειναι δυνατον να σε κανουν μπλοκ; Λες παλιοκουβεντες η δεν νιωθεις;
Got a better definition? Add it!