Ο εξαφανισμένος. Που ποτέ δε βρίσκεται στο πόστο του. Που κι αν τον ψάξεις, θα 'ναι εις μάτην. Δεν παίζει να τον βρεις πουθενά.
Διευκρινίσεις.
Πουθενάς ΔΕΝ είναι ο οποιοσδήποτε εξαφανισμένος. Δεν εμπίπτουν π.χ. στην κατηγορία αυτή οι αγνοούμενοι, που τους ψάχνει στα αζήτητα η Νικολούλjη και ο Ερυθρός Σταυρός. Πουθενάς ΔΕΝ είναι αυτός που απλά άνοιξε ένα πρωί την πόρτα του, είπε στη γυναίκα του πως πάει στο περίπτερο για τσιγάρα και ποτέ δεν επέστρεψε.
Ο πουθενάς συνήθως είναι κάτοχος κάποιας θεσμικής θέσης. Με τη μόνη λεπτομέρεια ότι αυτό ισχύει μόνο στα χαρτιά. Διότι εξαιρετικά σπάνια - έως ποτέ - προσέρχεται για να εκτελέσει το καθήκον του.
Ο κλασικότερος πουθενάς είναι ο τελών εν αργομισθία υπάλληλος. Φαινόμενο που παρατηρείται βεβαίως βεβαίως στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Θέσεις που υπάρχουν μόνο στα χαρτιά. Κι ο μισθός εννοείται να πέφτει κανονικά και με το νόμο.
Παράδειγμα: φίλος του γράφοντος προσελήφθη σε ΟΤΑ με εξάμηνη σύμβαση. Για λόγο που μέχρι τώρα αγνοεί ακόμη κι ο ίδιος, δεν τον πήραν ποτέ τηλέφωνο να πάει για δουλειά. Και τα μισθά να πέφτουν κανονικά στην τράπεζα.
Στους κατ' ουσίαν πουθενάδες εμπίπτουν και οι ακόλουθες περιπτώσεις:
α) υπάλληλος της ΕΡΤ που η μοναδική του δουλειά ήταν να πηγαίνει με ταξί κάθε Κυριακή πρωί στην Πάρνηθα και να ρυθμίζει κάτι στις κεραίες. Ζήτημα 10 λεπτά δουλειά δλδ, χωρίς το πηγαινέλα.
β) οι φύλακες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας στην Πατησίων, που συνεννοούνται μεταξύ τους και κανονίζουν τις βάρδιες κατά τρόπο ώστε να δουλεύει ο καθένας τους μονάχα μια φορά στις 10 ή 15 μέρες.
Αγαπημένος πουθενάς είναι και ο πανεπιστημιακός καθηγητής που δεν εμφανίζεται ποτέ στις παραδόσεις και στέλνει αντ' αυτού τα τσιράκια του, που συχνά δεν ξέρουν που παν τα τέσσερα. Πολλά φοιτητόνια παίρνουν πτυχίο χωρίς ποτέ να έχουν δει τη φάτσα τέτοιων ανεκδιήγητων πουθενάδων.
Να μη ξεχάσουμε τέλος και τους πουθενάδες φαντάρους, που λόγω βυσματικής την περνάνε ζάχαρη. Στην πιο light εκδοχή, πουθενάς φαντάρος είναι αυτός που ποτέ δεν βρίσκεται στο πόστο του (π.χ. ως νοσοκόμος), βγαίνει στην αναφορά όποτε του καυλώσει και γενικά ψωλάρει ανηλεώς και κατά σύστημα. Σε πιο hardcore φάσεις, ο πουθενάς απλά κάνει θητεία απ' το σπίτι του, κι εμφανίζεται μόνο στο τέλος για να τσιμπήσει το απολυτηριάκι του. If this is the case, τότε δεν μιλάμε για απλό δόντι, αλλά για χαυλιόδοντα από σιβηρικό μαμούθ...
Ο πουθενάς είναι, generally speaking, υποκατηγορία του Ανύπαρκτου, αυτού που Δεν Υπάρχει. Ο τελευταίος όρος είναι βέβαια πολύ ευρύτερος, με τεράστιο πλην ασαφές νοηματικό περιεχόμενο. Εντούτοις, συγχύσεις μεταξύ των δύο ενίοτε δεν αποφεύγονται. Αλλά γι' αυτό είμαστε κι εμείς εδώ βρε...
Πουθενάς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, μάλλον καταχρηστικά κττμγ, και ο επαγγελματίας εκείνος που ποτέ δεν τον βρίσκεις όταν τον θες, όχι όμως επειδή έχει τσακωθεί με τη δουλειά, αλλά επειδή πνίγεται στη δουλειά και δεν προλαβαίνει ούτε να κλάσει. Το ακριβώς αντίθετο δλδ...
- Ο Κωστάκης φίλε δουλεύει σε Υπουργείο. Πάει χαλαρά το πρωί με καμιά ωρίτσα καθυστέρηση, με την κάρτα χτυπημένη από συνάδελφο. Μετά στο άραγμα άλλη μια ωρίτσα, με καφεδούμπα και τα σχετικά. Ε μετά δε θα πάει και τη βόλτα του στα μαγαζιά κανά δυωράκι γεμάτο; Θα την πάει. Και φεύγει εννοείται και ένα δύωρο νωρίτερα.
- Πουθενάς κανονικός δηλαδής...
- Ναι, αλλά έχει και 17 χρόνια υπηρεσία στην πλάτη του, κάτσε καλά..Παραδείγματα συγκεκριμένων πουθενάδων.
Α. Ο πιο γνωστός πουθενάς καθηγητής στη Φιλοσοφική Αθηνών είναι κάποιος Μπενέτος της Λατινικής Φιλολογίας. Τον έχουν κράξει οι παρατάξεις επανειλημμένα, μέχρι και ανακοινώσεις έχουν αφισοκολλήσει όπου τον ξεμπροστιάζουν. Κι αυτός το χαβά του. Στη Θεολογική, ψιλο-πουθενάς ήταν και ο πολύς πατέρας Μεταλληνός, που συνήθως έστελνε αντ' αυτού μια θεούσα απ' τις διδακτόρισσες, η οποία το μόνο που έκανε ήταν να διαβάζει με κατάνυξη αποσπάσματα από τα θεόπνευστα βιβλία του παπα-Γιώργη...
Β. Πρόσφατο είναι το σκάνδαλο με τους 116 πουθενάδες ναύτες που «υπηρετούσαν» τη θητεία τους στο Οίκημα του ΑΓΕΝ, μακράν την πιο βυσματική θέση σ' ολόκληρο το ΠιΝι. Όλοι ανεξαιρέτως γόνοι καλών οικογενειών και γαλάζια παιδιά, έκαναν μια βάρδια ο καθένας κάθε 15 μέρες, κάθε 20, κάθε μήνα. Ορισμένοι έκαναν μία κάθε τρεις μήνες. Προεκλογικά είχε πέσει κάποιο κραξιματάκι, δημοσιεύτηκε και στο νετ η λίστα με τα ονόματα. Στα παπάρια τους. Με το που ήρθαν οι πράσινοι, το Οίκημα έβαλε λουκέτο και τα φλωρόπαιδα σκορπίσαν γι' άλλες πολιτείες (δλδ για άλλες βυσματικές υπηρεσίες, μην τρελαθούμε κιόλας). Για περισσότερα βλ. εδώ.