Λέξη που χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψουμε κάποιον φίλαθλο μιας ομάδας η οποία έχει αποκλειστεί στην Ευρώπη κι επομένως το μόνο που του μένει είναι να παρακολουθεί τους αγώνες των άλλων ομάδων που αγωνίζονται ακόμα στην Ευρώπη, από έναν καναπέ.

- Είστε κωλόφαρδοι που προκριθήκατε στους 16!!
- Γαυράκι δεν πειράζει, πάλι καναπέ φέτος, να βλέπεις την Πανάθα.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η τεμπέλικη δουλειά. Το κοπριτιλίκι. Ο παράδεισος του Νεοέλληνα.

  2. Ο τεμπέλης αναφοράς (όπως λέμε «μουνί αναφοράς»). Αυτός που βαριέται ακόμα και να πάει ως την καφετέρια για να πιει καφέ και προτιμάει να του τον φέρνουν στον καναπέ. Είναι συγγενής του τηλεφάπα.

Αυτές οι μαμάδες φταίνε σχεδόν για όλα.

  1. Μαλάκα, μου βρήκε μια δουλειά ο νουνός μου, σκέτο καναπέ. Όλη την ημέρα κάθομαι και ξύνω τ' αρχίδια μου.

  2. Άντε ρε με τον καναπέ. Άμα τον πάρω αυτόν για συνεταίρο, πάει τό 'κλεισα το μαγαζάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό αναπαυτικό έπιπλο (το λήμμα προστέθηκε ύστερα από παράκληση).

Έλα κάτσε στον καναπέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified