(μεταφορικά) Επιπλήττω σφοδρά κάποιον, τον βάζω στη θέση του.

Επίσης: χεστήκαμε (αγρίως ή πολύ άσχημα) με κάποιον = βριστήκαμε αμοιβαία, τα σπάσαμε, μαλώσαμε, παρεξηγηθήκαμε.

Τον πήρα τηλέφωνο και τον ξέχεσα άγρια γι'αυτό που έκανε!

Ξέχεσμα! (από panos1962, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified