Προσθήκη σε προτάσεις καθημερινής φύσεως. Συναντάται συνήθως όταν προτείνουμε σε κάποιον να κάνει κάτι το οποίο δεν χαρακτηρίζεται από δυσκολία ή κόπο και δεν είναι χρονοβόρο (ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται).

Πιθανή εξέλιξη της φράσης «μία στιγμή», μετά από απόρριψη της δεύτερης λέξης.

- Ιεροκλή μου, πονάει η κοιλίτσα μου..
- Θα φταίνε μάλλον τα πέντε δίπιτα που κατέβασες μανίτσα μου. Πήγαινε μία στη κουζίνα να πιείς μια σόδα και θα 'σαι 'ντάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση πασπαρτού που ετυμολογείται από το «μία φορά» ή «μία στιγμή», και σημαίνει το ξεκίνημα μιας ενέργειας.

Το μία μπορεί να παραλειφθεί χωρίς να αλλάξει το νόημα, η χρήση του όμως δίνει ένα νόημα σπιρτάδας, αμεσότητας, ή ταχύτητας στην έκφραση.

  1. Το σ/κ πάμε μια Αράχοβα; [εννοείται: θεωρώ ότι μας είναι εύκολο να αποφασίσουμε να πάμε, γίνεται μπαμ μπαμ. προφανώς προ κρίσης γιατί τώρα μετράμε τα χιλιόμετρα για να φύγουμε :)]

  2. Ρε συ ξέχασα το αλατοπίπερο, πας μία στην κουζίνα να το φέρεις; [εννοείται σου είναι εύκολο να πας και να έρθεις]

  3. Πάμε μία skype; [δηλαδή θέλεις να ξεκινήσουμε έναν διάλογο στο skype; εννοείται ότι δε μας είναι δύσκολο]

  4. - Πάμε;
    - Κάτσε, πάω μία τουαλέτα και φύγαμε [εννοείται θα κάνω γρήγορα, δε γεννάται θέμα]
    (γυρνάει) - Πάμε;
    - Κάτσε να πληρώσουμε μία τον λογαριασμό... [εννοείται μπαμ μπαμ]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται πάντοτε μετά το ρήμα της πρότασης και είναι συνώνυμο του καθόλου.

  1. Δεν την παλεύω μία σήμερα... Έπιασε άνοιξη κι έχω χαζομουνέψειτελείως!

  2. Δεν τον πάω μία αυτόν τον ψωλοβρόντη!

Δες και δεν ... μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified