Σουρτούκης (ο), θηλ. σουρτούκα: αυτός που βγαίνει συνεχώς βόλτα. Συνώνυμο: σουρτουκλεμές. Συνώνυμο της σουρτούκας: σοκακτσού. Σουρτουκιάζω: βγαίνω συνεχώς βόλτα, γυρίζω άσκοπα στους δρόμους, περιπλανώμαι.
Συνώνυμα: σουρτούκι (το), σουρτουκλεμές (ο)

Σουρτουκιάζει όλη μέρα, ο σουρτούκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified