Μπάρες αποκαλούνται τα κλασσικά μπαράκια, αμερικάνικου τύπου, με τους μεγάλους μακρόστενους πάγκους του στυλ Λούκυ Λουκ, που πετάει ο μπάρμαν το ουίσκι και φτάνει μετά από κανα δίωρο.

Η έκφραση γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '80, οπότε και επήλθε και ο εξαμερικανισμός των συνοικιακών, καθώς και των μπαρ του κέντρου της Αθήνας.

bar-> μπαρ-> μπάρα

(από μνήμης, σε εξώφυλλο του ΚΛΙΚ)
... παρουσιάζουμε τις καλύτερες μπάρες της πρωτεύουσας...

(από το νετ)
... Δημοφιλείς νέοι συνδυασμοί από τους κορυφαίους μπάρμεν στις πιο trendy μπάρες της Αθήνας. Παράγγειλέ τα - ή καλύτερα μάθε να τα φτιάχνεις κι εσύ! ...

(από electron, 15/08/10)(από electron, 15/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη ψωλή, στα καλιαρντά. Είναι η προτελευταία βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:

φίφα --> μεσίκ -> μπάρα -> γούδα.

Ντικ μπάρα το σολντό! (=Κοίτα μεγάλη πούτσα [που έχει] ο φαντάρος!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified