Συνώνυμο με το αρχίδια καλαβρέζικα.

Σημαίνει: τρίχες, αηδίες.

Καπλαμάς = λεπτό φύλλο ξύλου επενδύσεως, διακοσμητικό.

Κι από γυναίκα, κι από δουλειά, αρχίδια καπλαμά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified