Ξεβρακώνομαι: εκτίθεμαι ανεπανόρθωτα.
- Εσύ καλά την έχεις, δεν μιλάς ποτέ για την πάρτη σου και όλα OK. Εγώ ο μαλάκας ξεβρακώνομαι με τη μία.
Ξεβρακώνομαι: εκτίθεμαι ανεπανόρθωτα.
- Εσύ καλά την έχεις, δεν μιλάς ποτέ για την πάρτη σου και όλα OK. Εγώ ο μαλάκας ξεβρακώνομαι με τη μία.
Got a better definition? Add it!
Κάνω το κάτι παραπάνω, καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια - κυρίως σε θέματα φιλοξενίας αλλά και, γενικότερα, για να περιποιηθώ ή να εξυπηρετήσω κάποιον.
- Φοβερά φιλόξενοι άνθρωποι τα συμπεθέρια. Επέμειναν να μην πάμε στο ξενοδοχείο και ξεβρακώθηκαν να μας περιποιηθούν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λιώνω στα ξύδια, με το σκεπτικό ότι έχω μεθύσει τόσο πολύ που κάνω έκτροπα, εξ ου και το ξεβράκωμα...
- Άσε, πήγαμε χθες σε ένα τσιπουράδικο με κάτι γκομενίτσες και γίναμε λιώμα...
- Ήπιαν και οι γκόμενες ή μαλακίες;
- Αφού ξεβρακωθήκαμε σου λέω όλοι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified