Ξεβρακώνομαι: εκτίθεμαι ανεπανόρθωτα.

- Εσύ καλά την έχεις, δεν μιλάς ποτέ για την πάρτη σου και όλα OK. Εγώ ο μαλάκας ξεβρακώνομαι με τη μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω το κάτι παραπάνω, καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια - κυρίως σε θέματα φιλοξενίας αλλά και, γενικότερα, για να περιποιηθώ ή να εξυπηρετήσω κάποιον.

- Φοβερά φιλόξενοι άνθρωποι τα συμπεθέρια. Επέμειναν να μην πάμε στο ξενοδοχείο και ξεβρακώθηκαν να μας περιποιηθούν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώνω στα ξύδια, με το σκεπτικό ότι έχω μεθύσει τόσο πολύ που κάνω έκτροπα, εξ ου και το ξεβράκωμα...

- Άσε, πήγαμε χθες σε ένα τσιπουράδικο με κάτι γκομενίτσες και γίναμε λιώμα...
- Ήπιαν και οι γκόμενες ή μαλακίες;
- Αφού ξεβρακωθήκαμε σου λέω όλοι...

Από www.smbc-comics.com. (από patsis, 02/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified