Δέρνω κάποιον τόσο άσχημα που έρχεται και πρήζεται σαν γκάιντα. Περιέχει, συνήθως, μία δόση υπερβολής.

Συγγενή λήμματα: βρωμόξυλο, ταβερνόξυλο, μπουκέτο, κλωτσομπουνίδι, σουλτάν μερεμέτι, σάτα κιούτα

- Μαζέψου, ρε μπινέ, να μην έρθω εκεί και σε κάνω γκάιντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified