Στο τάβλι είναι ό,τι και το σουβλάκι, δηλαδή η τοποθέτηση πολλών πουλιών στην ίδια θέση, έτσι ώστε να σχηματίζεται μια μεγάλη κάθετη σειρά από πούλια.

Πάσα: Πέρκινς.

Έλα τα κοκορέτσα!

(από perkins, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιχνίδι ποδοσφαιράκι, η κατ' εξοχήν διασκέδαση παλαιάς κοπής, επειδή οι παίκτες κατά πολύ Γκραν Γκινιόλ τρόπο είναι σουβλισμένοι, σαν τον Αθανάσιο Διάκο. Παρεμπίπταμπλυ, ένας αστειάτορας Τούρκος πολιτικός δήλωσε εύστοχα: «Διαψεύδω τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο ότι ο Ελληνισμός της Πόλης είναι σταυρωμένος. Ουδέποτε σταυρώσαμε κανέναν Έλληνα. Μόνο τους κρεμάγαμε και τους σουβλίζαμε».

Επίσης, λόγω ρίμας, χρησιμοποιείται μαζί με το έτσι, σε φάσεις έτσι-γιουβέτσι. Για τη ναρκοσλάνγκ σημασία του μας τα 'πε η συναγωνίστρια. Για ετυμολογία δες την Βικούλα. Για παρετυμολογία την Φρικούλα.

Πάμε για κοκορέτσια, φλιπεράκια και ούφο;

Έτσι, γιουβέτσι, κοκορέτσι, όνομα βλογίου.

Το άθλημα εξελίσσεται (από poniroskylo, 16/01/10)

Σχετικά: κοκό, κοκόρι, κοκακόλα, αναψυκτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέκταση της κοκαϊνης ή αλλιώς κοκό ή κοκόρι.

Τι θα γίνει ρε φίλε; Θα βρούμε κανένα τζι αρ κοκορέτσι μπας και την πετύχουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επικό μπέρδεμα σχοινιών, καλωδίων, κορδονιών κλπ. Κόμπος μπροστά στον οποίο ο Μεγαλέξανδρος θα τράβαγε σπαθί.

-Δώσ' μου το φορτιστή, βγήκε ο Χαμήλ Μπατάρ παγανιά...
-Κάτσε γιατί έγινε το καλώδιο κοκορέτσι μες στην τσάντα!

Got a better definition? Add it!

Published