Ασταμάτητος, ορμητικός, ασυγκράτητος.

Τρένο ο Πυρσός Γρεβενών, διπλό μέσα στα Σέρβια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα/κοπέλα που τον έχει φάει άπειρες των απείρων φορές, τόσες που το μουνί ή ο κώλος της έχουν γίνει σαν σήραγγα τρένου, εξού και ο χαρακτηρισμός.

- Ρε μαλάκα, τό 'ξερες πως η Κατερίνα τον έχει φάει;
- Μόνο μια φορά ρε συ, αυτή είναι τρένο, όλη η πόλη την έχει ξεκωλιάσει...

(από Khan, 16/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified