Εξαναγκάζω κάποιον υφιστάμενό μου.

- Έβαλε χέρι η τρόικα στο υπουργείο οικονομικών και μείωσε τις δόσεις εξόφλησης από 100 σε 24.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(α) Χουφτώνω κάποιον/ -α.
(β) Επιπλήττω κάποιον αυστηρά.

  1. - Άσε. έχω πολλά νεύρα!
    - Γιατί, τι έγινε;
    - Ένας πορνόγερος στο τρένο μου έβαλε χέρι.
    - Πίκρα...
    - Τού 'ριξα όμως ένα βρισίδι... Τον έκανα ρεζίλι σε όλο το βαγόνι!

  2. - Αυτή η μπαμπόγρια που έχετε στη δουλειά γιατί φεύγει κάθε πρωί από τις 11:00; Στις 15:00 δεν τελειώνετε;
    - Η κυρα-Βούλα; Γιατί, μήπως και όσο είναι στο γραφείο δουλεύει;
    - Καλά, και δεν της βάζει κανένας χέρι;
    - Ναι τώρα σώθηκες...
    - Σωστά, δημόσιο είσαστε, τι βλακείες λέω...

(από Khan, 28/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified