Εξαναγκάζω κάποιον υφιστάμενό μου.
- Έβαλε χέρι η τρόικα στο υπουργείο οικονομικών και μείωσε τις δόσεις εξόφλησης από 100 σε 24.
Εξαναγκάζω κάποιον υφιστάμενό μου.
- Έβαλε χέρι η τρόικα στο υπουργείο οικονομικών και μείωσε τις δόσεις εξόφλησης από 100 σε 24.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(α) Χουφτώνω κάποιον/ -α.
(β) Επιπλήττω κάποιον αυστηρά.
- Άσε. έχω πολλά νεύρα!
- Γιατί, τι έγινε;
- Ένας πορνόγερος στο τρένο μου έβαλε χέρι.
- Πίκρα...
- Τού 'ριξα όμως ένα βρισίδι... Τον έκανα ρεζίλι σε όλο το βαγόνι!
- Αυτή η μπαμπόγρια που έχετε στη δουλειά γιατί φεύγει κάθε πρωί από τις 11:00; Στις 15:00 δεν τελειώνετε;
- Η κυρα-Βούλα; Γιατί, μήπως και όσο είναι στο γραφείο δουλεύει;
- Καλά, και δεν της βάζει κανένας χέρι;
- Ναι τώρα σώθηκες...
- Σωστά, δημόσιο είσαστε, τι βλακείες λέω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified