Στο forum του hiphop.gr, «χλατσώνω» (ουσ.: χλάτσωμα) σημαίνει κάνω ban ή exterminate σε κάποιον χρήστη [ενν. κάποιος moderator κάνει].
- Τον χλάτσωσε ο Τραινατζής.
- Γιατί;
- Έβαζε τσόντες.
Στο forum του hiphop.gr, «χλατσώνω» (ουσ.: χλάτσωμα) σημαίνει κάνω ban ή exterminate σε κάποιον χρήστη [ενν. κάποιος moderator κάνει].
- Τον χλάτσωσε ο Τραινατζής.
- Γιατί;
- Έβαζε τσόντες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στο μπάσκετ, χλατσώνω σημαίνει βάζω καλάθι χωρίς η μπάλα να ακουμπήσει στεφάνι, οπότε το διχτάκι κάνει ένα ωραίο χλατς! που είναι υπέρτατη πώρωση!
Από το χλατσώνω παράγεται και το επίθετο χλατσωτός, που χαρακτηρίζει τα καλάθια (καλάθι χλατσωτό). Συνώνυμο: άγγιχτος.
(σε παιχνίδι μπάσκετ)
- Πάσα!
- Χλάτσωσέ το αγόρι μου!
(ΧΛΑΤΣ!!)
- Έεετσι!!
(από αυτό το blog)
[...]Όταν συνήλθαμε, αποφασίσαμε να τον αφήσουμε να παίξει μαζί μας ένα μονό στα 21. Μάλιστα, τον πήρα και στην ομάδα μου, επειδή οι άλλοι δεν τον ήθελαν με τίποτα. Με το που του δίνω την πρώτη πάσα, βαράει ένα τρίποντο από το κέντρο του γηπέδου και μπαίνει μέσα χλατσωτό! Έπαθα πλάκα, αλλά νόμιζα ότι ήταν απλά κωλόφαρδος.
Τα αγόρια παίζουν μπάλα: αγγελάκια, αερόμπαλα, αμερικάνικο, ατομιστία, γερμανικό, επαναλαβή, καντήλι, καραβολίδα, ματσόλα, μπακό, μύτικο, μύτος, περίπτερο, σημαδούρα, στα τρία κόρνερ πέναλτι, τσαρούχι, τσιλικάκια, τσόλα, ψαλιδάκι.
Και μπάσκετ: άγγιχτο, αεράτο, πρωταθληματάκια, ρολόι, χλατσώνω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα εκφράσεων με ευρεία έννοια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified