Αυτός που έχει αναγάγει την μαλακία σε τέχνη και επιδίδεται σε αυτήν με ξεχωριστή μαεστρία.

Στη μουσική: ο αποτυχημένος σολίστ. Αυτός που θα γινόταν μουσικός της προκοπής μόνο αν ήταν το πουλί βιολί.

  1. Ο Τάσος είναι κορυφαίος ψωλίστ! Από το βράδυ ως το πρωί τραβάει κουπί, θα πάθει τίποτα στο τέλος...

  2. - Τι μου είπε αυτός ρε συ; Είναι σολίστ στη Λυρική Σκηνή;
    - Τι σολίστ ρε, ψωλίστ είναι! Τον παίρνουνε καμιά φορά έκτακτο στη χορωδία και πουλάει ιστορία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που χειρίζεται με μαεστρία την ψωλή κάποιου ή κάποιων άλλων. Μία καλή ψωλίστ μπορεί να χειριστεί ταυτόχρονα με μεγάλη επιτυχία πολλές ψωλές. Τα τελευταία χρόνια το συγκεκριμένο επάγγελμα ασκούν εξίσου αποτελεσματικά και άντρες ψωλίστ.

- Καλά ε τι παιδί είναι αυτή η Μαρία... Με ξετίναξε χθες το βράδυ στο κρεββάτι! Μιλάμε για μεγάλη ψωλίστ...

Από τα ψωλή και σολίστ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιδέξια χειρίστρια του ανδρικού μορίου. Το αριστοτεχνικό και ενδελεχές του παίξιμο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με solo, επομένως σολίστ -> ψωλίστ.

- Πώς ήταν ρε μαλάκα το πιπίνι στο κρεβάτι;
- Πού να στα λέω... Μεγάλη ψωλίστ φίλε!

Άξια χειροκροτήματος! (από Vrastaman, 09/10/08)(από pavleas, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified