Η μάπα γκόμενα, το επονομαζόμενο και μπάζο. Η πατσαβούρα ούτως ή άλλως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του μπάζου, αλλά γνωρίζουμε όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι η φύση του Έλληνος είναι ανικανοποίητη. Προκειμένου λοιπόν να αποδώσει αρτιότερα το μέγεθος της ασχήμιας μίας συγκεκριμένης γκόμενας και να εστιάσει στο ψητό, προσθέτει αφενός το κατά τ' άλλα συμπαθές και νοστιμότατο φρούτο που όμως έχει την ατυχία να είναι αισθητικά αποτυχημένο και αφετέρου το μουνί διότι κάνει καλό liaison που λένε κι οι Γάλλοι και εστιάζει ακόμη περισσότερο στο πρόβλημα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκφραση συνδέεται ιδιαίτερα με την περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπου το φαινόμενο της σταδιακής μεταμόρφωσης των γυναικείων σωμάτων σε κάτι που θυμίζει το προαναφερθέν φρούτο είναι πολύ συχνό. Συγκεκριμένα το κέντρο βάρους μετακομίζει νότια και η συσσώρευση λίπους δημιουργεί έναν δυσανάλογα μεγάλο όγκο στην περιοχή της περιφέρειας σε σχέση με το άνω μέρος του κορμού.

Κάργα σχετικό (και κατά βάση αντίθετο) λήμμα με την αχλαδομουνοπατσαβούρα είναι η τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, αν μη τι άλλο διότι και τα δύο αντλούν αρχικά από τη φύση (χλωρίδα/πανίδα), αναφέρονται στο ψητό (μπρος/πίσω) και περιγράφουν σουρεαλιστικά πλην όμως με χρηστικά αντικείμενα (πατσαβούρα/σφυρίχτρα) το σύνολο.

- Ρε συ Βρασίδα, την είδες τη Μερόπη; Ρε πώς έγινε έτσι αυτή;
- Γάμησε τα. Όταν τη γνωρίσαμε ήταν τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα και τώρα έχει γίνει αχλαδομουνοπατσαβούρα...
- Άτιμη κενωνία. Άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις στα τάρταρα.
- Κάπως έτσι...

(από acg, 16/06/08)

Βλ. και αχλάδω, αχλαδομούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified