Το γαμίδι, το άντερο, το γαμημένο αυτό αντικείμενο που δεν μας κάθεται μανιτζέβελο τη στιγμή που το θέλουμε.

Πιάσε αυτό το κέρατο ρε συ για δεν το φτάνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγαριλίκι, γάρο, μπάφος, συνήθως μεγάλου μεγέθους, από δίφυλλο και πάνω. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από το σχήμα του που είναι κωνικό και γενικά στραβό.

Κατ' επέκταση και ο μπάφος / σταφ που σε κάνει και κλάνεις.

  1. - Πού πάμε ρε παιδιά νυχτιάτικα στα κατσάβραχα;
    - Ο Ντάφυ έχει ένα κέρατο.

  2. - Τι κέρατο ήταν αυτό;! Έκλασα πάνω μου!

βλ. και καρότο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους με απότομη και αρνητική συμπεριφορά με την πρόσθεση του "βερνικωμένο".

- Φίλε πάμε για καφέ;
- Βαριέμαι.
- Μήπως κανένα σινεμαδάκι;
- Όχι λέμε ...
- Τι κέρατο βερνικωμένο είσαι ρε φίλε...

Στο 1:44! (από patsis, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απιστία. Συνήθως το «φοράμε» στον ή στην σύζυγο ή σύντροφό μας.

-Την βλέπεις αυτή; Είναι η γυναίκα του κυρ-Λουκά. Αχ και να 'ξερε ο κακομοίρης τι κέρατο του 'χει φορέσει. Όταν αυτός λείπει για δουλειές δυο-δυο τους φέρνει τους αγαπητικούς στο σπίτι η αθεόφοβη. Ούτε ιερό ούτε όσιο δεν έχει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαχαίρι, το στιλέτο. Προφανώς προέρχεται από τα κέρατα των ζώων που είναι μυτερά και τα χρησιμοποιούν ως όπλα.

- Και ξεκινάει ο τσαμπουκάς και μου τραβάει κέρατο ο τύπος και νόμιζε πως ήταν μάγκας! Ε, βγάζω και γω το γκάνι και τα είδε όλα κωλυόμενα! Να δεις πως έκανε μετά, σαν μικρό παιδί με παρακάλαγε να τον αφήσω να φύγει και να μην τον φάω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified