1. Το τσόκαρο, το παραδοσιακό με ξύλινη σόλα, και το σαμπώ
    και κυρίως
  2. η γυναίκα τσόκαρο, η Κατίνα.

Ηχοποίητη λέξη από τον ήχο του τσόκαρου σε μαρμάρινα και ξύλινα κυρίως πατώματα.

  1. Άσε μας μωρές με την κλατσάρα, που έμαθε και τα σπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified