Ο διερμηνέας, ρίζα αραβική < αραβ. targumān -ος με μετάθ. του [r] και τροπή του αρχικού [t > δ], η οποία πέρασε εν συνεχεία στα τουρκικά. Μέγας δραγουμάνος ήταν τιμητικό αξίωμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι διερμηνείς μετέφεραν εντολές σε ξένους στρατιώτες, επισκέπτες και όπου τέλος πάντων χρειαζόταν συνεννόηση. Μετέφραζαν έγγραφα, έγραφαν εντολές και γενικά ήταν μεσάζοντες σε συμφωνίες και εντολές.

Ο Μέγας Δραγουμάνος της Πύλης κατέφθασε στο αρχηγείο του Ρωσικού Στρατού, προκειμένου να μεταφέρει την οθωμανική πρόταση για ανακωχή.

(από krepsinis, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published