Μαγαζάτορας ο οποίος εκ συστήματος πιάνει κώλους. Ο καζικτσής είναι αδικαιολόγητα ακριβός στις τιμές του και συχνά το προϊόν του είναι και ύποπτης ποιότητας.

Λέξη με μικρασιατικές καταβολές. Προέρχεται από το καζίκι (εκ του Τουρκικού kazik = παλούκι) και όχι από το κάζο (caso = υπόθεση, τυχαίο συμβάν στα Ιταλικά και στα Ελληνικά πλάκα, νίλα). Το καζίκι, το οποίο το τρώμε ή το παθαίνουμε, είναι το μεγάλο πρόβλημα, το ζόρι -είναι συνήθως οικονομικής φύσης και συνήθως προκύπτει διότι κάποιος καζικτσής μας εξαπάτησε και μας τον ακούμπησε κανονικά. Η παραπομπή στην αρχική σημασία της λέξης, το παλούκι, είναι προφανής.

Για την ετυμολογία και άλλες χρήσεις της λέξης καζίκι, δες και το εξαίρετο λήμμα σαν τη σκύλα (σ)το καζίκι.

- Το φυσάω και δεν κρυώνει ... έφαγα μεγάλο καζίκι χτες ... έβγαλα κάτι Αθηναίους για ψάρι στην Κρήνη ... τέσσερα άτομα, τετρακόσια γιούρια λογαριασμό πλέρωκα ... κάτι μουρμούρες περπατημένες ένα κατοστάρικο το κιλό μας τις χρέωσε ο πιασοκώλης ... και μια ψίχα καβουρογαμόσαυρο εικοσπέντε ευρώ τη μερίδα ... πολύ καζικτσής ο καριόλης ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified