-και «τάμπα τούμπα».

  1. Όρος που περιγράφει την μουσική που παίζεται εκκωφαντικά ιδίως σε καλοκαιρινά κλαμπ και μπαράκια από djs gtp. Από μία απόσταση χ, ό,τι κι αν παίζει ο μπούστης, ροκ, σκυλάδικα, ποπ, ρεγκε, όλα καταλήγουν σε ένα θολό ήχο ντάμπα ντούμπα. Ακούς κυρίως δηλαδή μόνο το μπάσο και την μπότα. Γενικά, η μουσική που δεν μας αρέσει...

Τα αποτελέσματα αυτής της ηχορύπανσης είναι ικανά να χιτλεριάζουν τον μέσο παραθεριστή που είπε να περάσει το καλοκαίρι του, κάπου σεμνά και ταπεινά και να προκαλέσουν παροδική κώφωση στους φανατικούς του είδους.

  1. Χρησιμοποιήθηκε σε παλαιότερους χρόνους από συνθέτες λαϊκών ασμάτων τύπου ινδικού βαλς, πιθανώς λόγω έλλειψης μπάσου, αλλά και από όλους μας όταν θέλουμε να αποδώσουμε τραγούδια του είδους με στίχους που δε ξέρουμε.

  2. Μεταξύ φαντάρων: Η σειρά – ΕΣΟ ή και το ΑΣΜ

  1. - Αμάν πιά μ’ αυτά τα ντάμπα ντούμπα, μας έχουν πρήξει τα ούμπαλα! Κι αυτός ο μπινές ο ξενοδόχος δεν μας είπε ότι θα έχουμε τους ζουλού δίπλα μας! Θα τον γαμήσω αύριο τον μπούστην!
    - Δεν γαμάς τίποτε άλλο, που ασχολείσαι όλη την ώρα με άλλα κι άλλα, λεωγω;

  2. - Τι σειρά είσαι πατριωτάκι ;
    - 165 ντάμπα ντούμπα...
    - Μη με πεις ότι είσαι και ασημί 155, γιατί τρελάουα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουσική που λόγω έντασης ή είδους γίνεται κουραστική για τον ομιλητή.

- Δε λέω, μικρέ μου, καλή και η μέινστριμ, αλλά δώσε και τίποτα σε ντάπα ντούπα... Κάνε μια προσπάθεια...
- [...], δεν είμαι του ντάπα ντούπα, η ποπ ψυχή μου δεν το αντέχει για πολύ...
(από ιστολόγιο)

  1. Τα μάτια μου έτσουζαν, δεν ξεκόλλαγα από την καρέκλα και το κεφάλι μου είχε γίνει καζάνι απο το ντάπα ντούπα - το πρώτο σημάδι ότι μεγαλώνεις, αυτό που στα 20 σου είναι «και γαμώ τα μπιτάκια», κοντά στα 30 σου το λες απλά ντάπα ντούπα. (από ιστολόγιο)

  2. «Τα παιδιά στα πάρτι τι κάνουν; Μόλις τελειώσουν με τα ντάπα ντούπα ρίχνουν κάτι καλαματιανούς και κάτι τσάμικους που γίνεται χαμός» λέει η ερμηνεύτρια αλλά και ερευνήτρια της δημοτικής μας μουσικής. (από συνέντευξη της Δόμνας Σαμίου στο Βήμα)

Δες και τσίγκιρι-τσίγκιρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified