Πέφτει η απόδοση μου στην δουλειά μου, στις επιδόσεις μου στο σεξ, στο καράτε ή αλλού, γενικώς δηλαδή κατάσταση όπου το υποκείμενο έχει μια νωθρότητα ή ψυχολογία και αποδίδει λιγότερα από τα προηγούμενα και αναμενόμενα.

Έκφραση που πιθανολογώ ότι προέρχεται από την jargon των χαρταετών και των χρηστών τους.

Στους χαρταετούς, ο αντικειμενικός σκοπός του παίχτη είναι να καταφέρει όσο τον δυνατό να φτάσει τον αετό του όσο πιο ψηλά γίνεται, καλούμπας και ανέμου επιτρέποντος αλλά και να πάρει κεφάλι, δηλαδή να ξεπεράσει όλους τους άλλους αετούς. Καμιά φορά, λόγω αδέξιων και κακών χειρισμών ή λιγοστού ανέμου, το σκοινί κάνει κοιλιά, δηλαδή δεν είναι καλοτεντωμένο, με αποτέλεσμα να χάνονται πολύτιμοι, εχμ, πόντοι με αποτέλεσμα να χάνεται η πρωτοπορία.

Παράλληλες ετυμολογήσεις της έκφρασης:

  • Για προφανείς λόγους από τους ανθρώπους που με το πέρασμα του χρόνου αφήνουν κοιλιά (καταραμένο DNA!)
  • Από τα graphs στα μαθηματικά και την στατιστική όπου με κοιλιές παρουσιάζονται, π.χ., τα δεδομένα μη σταθερών αποδόσεων.

- Τι έπαθε ο Μήτσος, έχει κάνει κοιλιά τελευταία…
- Άσε, έχει μπλέξει μ’ένα μωρό και του τα΄χει μασήσει όλα…
- Ναι, αλλά κι αυτός βλέπω δεν έχει αφήσει κοψίδι για κοψίδι!

- Το λαπτόπι μου έχει κάνει κοιλιά τελευταία… Σέρνεται…
- Αφού του έχεις φορτώσει ρε μαν ένα κάρο μαλακίες! Κάνε κανά delete, μόνο καφέ που δεν ψήνει…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιθανώς ετυμολογείται και από το «γειά και γαμήσου», το γειά δε, είτε με την έννοια του άντε γεια - φεύγα (αρνητικό), είτε με την έννοια του υγεία (θετικό, έτσι κι αλλοιώς όλα τα γειά από το υγεία προέρχονται...).

Σε πολλές ελληνικές διαλέκτους το αρχικό γάμμα είτε δεν προφέρεται ή ακούγεται ανεπαίσθητα (κάτι σαν υι, π.χ. υιός - γιός).

Σημείωση 1: Το λήμμα αυτό δεν είναι τσάμπα λήμμα, ούτε λημπούμεραγκ αλλά μιά προσπάθεια συμφιλίωσης, μια πίπα της ειρήνης, μεταξύ αγαπημένων σύσλαγκων.
Σημείωση 2: Παρακαλείστε όπως να μην βαθμολογήτε! (αν και οι άλλοι δύο ορισμοί το φάγαν το κουλούρι...

Έμπνευση: aias.ath, allivegp, παραγγελιά: Khan

- Ρε καραγκιόζη, ιά και γαμήσου! (με την έννοια του να'πα να γαμηθείς ή του σάλτα και γαμήσου)

- Πω, πω! Θα βγεις με καινούριο γκόμενο, ε! Μπράβο κούκλα μου, άντε ιά και γαμήσου κούκλα μου! (με την έννοια του άντε την υγειά σου να'χεις και καλά γαμήσια!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο της βάσκας Dolores Ibarruri, ηγέτη της δημοκρατικής παράταξης κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο (pasionaria στα Ισπανικά, λογοπαίγνιο με το pasion - πάθος, παθιασμένη), και αργότερα Γ.Γ. του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Γνωστή από το γνωστό σε όλους σύνθημα της ¡No Pasarán! (δεν θα περάσουν).

Το πασιονάρια χρησιμοποιείται από δημοσιογράφους, σχολιαστές, πολιτικούς και άλλους με δύο τρόπους όταν αναφέρεται σε:

α. μεταφορικά για γυναίκες, που στον εργασιακό, πολιτικό, ακαδημαϊκό, αλλά και προσωπικό χώρο διακρίνονται για το αγωνιστικό τους πάθος και έχουν αφιερωθεί στον αγώνα για τα πιστεύω τους.

β. ειρωνικά για γυναίκες (αλλά και για άνδρες...) είτε από αντιπάλους τους ιδεολογικά για την δράση τους, είτε για όσους ντεμέκ και καλά σκίζουν τα ιμάτιά τους για την, π.χ., εργατική τάξη, αλλά βασικά είναι Μαρξ εντ Σπένσερ.

  1. Η Μελίνα ήξερε ότι θα γινόταν ηθοποιός από πολύ μικρή, ήταν γραμμένο στο DNA της. Το ότι θα γινόταν η ελληνίδα Πασιονάρια, μπορεί να μην το είχε αντιληφθεί τότε, αλλά ήταν κι αυτό γραμμένο στο DNA της.

  2. Έλα μωρέ την λουλού, μου το παίζει και πασιονάρια! Το πρωί το παίζει εργατοπατέρας και αγωνιστής, αλλά δεν τον έχω δει ποτέ να δουλεύει, ενώ εμείς βαράμε μπιέλα. Άσε να μην μιλήσω και για την μπέμπα που κυκλοφοράει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτική (αλλά και τελευταίως στην αεροναυτική) slang, γαλατάς (και γαλατάδικο), ονομάζεται το σκάφος -από μικρό καϊκάκι μέχρι μεσαίο φορτηγό- που εκτελεί, πολλές φορές καθημερινά, συγκεκριμένα δρομολόγια τροφοδοσίας.

Στα μεγαλύτερα παπόρια, ο γαλατάς περιφέρεται από λιμάνι σε λιμάνι, κάνοντας σκάντζα φορτία, πολλές φορές χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Τέτοια πλοία, συνήθως σκυλοπνίχτες, χρησιμοποιούταν, παλαιότερα ιδίως, για μεταφορά πάσης φύσεως λαθραίου, ναρκωτικού και όπλων.

Τελευταία όμως, μία από τις βασικές και νομιμοφανείς χρήσεις τους είναι η μεταφορά νόμιμων μεν φορτίων, αλλά η χρήση του μεταφερόμενου προϊόντος χρησιμοποιείται για να χρηματοδοτήσει παράνομους σκοπούς. Αγαπημένα λιμάνια των γαλατάδων είναι το Μογκαντίσου, η Μομπάσα, το Λάγκος και η Μονρόβια.

  1. - Ποιος ρε ο Μπάμπης; Παράτησε την γέφυρα και έχει γίνει γαλατάς! Κάθε μέρα, πάνω-κάτω Ερμιόνη-Ύδρα-Σπέτσες-Ερμιόνη.
    - Ε, του το'χα πει, αυτή μέχρι μουστάκι θα τον βάλει να ξυρίσει!

  2. Σε νηοψία από Νατοϊκούς νερόμπατσους, έξω απ΄το Άντεν:
    - Μα αγαπητέ κύριε μου, κοιτάξτε το cargo manifest, όλα είναι εντάξει δηλωμένα! Εκατό τόνοι ζάχαρης για Mογκαντίσου! - Τι λες ρε μαγκίτη, κι αυτοί που σε περιμένουν με τα αντι-αρματικά για να το παραλάβουν, τι θα κάνουν με τόση ζάχαρη, μαλλί της γριάς;
    - Εγώ δεν ξέρω μίστερ, γαλατάδικο κουμαντάρω! Αλλά έχω ακούσει ότι αυτοί οι Σομαλοί, πίνουν το τσάι σερμπέτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και ως στήνω / στέλνω κάποιον στην σέντρα αλλά και σεντράρω.

Βγάζω (ως ανώτερος / βαθμοφόρος) κάποιον αναφερόμενο, ιδίως στην πρωινή αναφορά, για να τιμωρηθεί.

Όρος του Ε.Σ. που έχει απλώσει τα πλοκάμια του και στην υπόλοιπη Ελληνική κοινωνία.

Πιθανότατα προέρχεται από την άθλια εικόνα των αναφερόμενων που στοιχίζονται σε μια γραμμή για καμπάνες σαν ομάδα ποδοσφαίρου αλλά και ίσως και από την ικανοποίηση των καραβανάδων που λες και βάλαν γκολ και στέλνουν τον καημένο τον φαντάρο στην σέντρα…

- Σκορδομπούτσογλου, μην τρελάουα γιατί θα σε βγάλω στην σέντρα αύριο.
- Ρε σύ λόχα, (χαμηλόφωνα…) με δυο σαρδέλες ούτε τσίπουρο δεν πίνεις...
- Τι είπες ρε ψάρακας; Ρε θα δείς την Θεσσαλονίκη με το μακαρόνι, ρέι!

- Άσε ρε Μήτσο, έγινε χθές ένα λογιστικό λάθος στα ταμεία και σήμερα θα μας στείλει στη σέντρα όλους ο Ρουμάνος
- Α, έτσι, θα ξηγηθείτε μπαλίτσα σήμερα;
- Όχι ρε μαλάκα, με δουλεύεις, πάμε όλοι για ΕΔΕ, γαμώ το σπανάκι μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευτομάγκικη κατάληξη λέξεων που χρησιμοποιείτο κατά κόρον εις το παρελθόν αλλά παραμένει αδόκιμη μέχρι σήμερα. Δεν είναι γνωστή η πιθανή ετυμολογία της. Οι σανσκριτικές και πρωτοελληνικές ρίζες αποκλείονται όπως και οι διάλεκτοι των Παπούα (από όπου προέρχεται πιθανώς μόνο το αούα).

Συναντάται στις ακόλουθες λέξεις: καλάουα, γαμάουα, σπεκάουα, τζαμάουα, τιγκανάουα, κλπ... αλλά έχει ακουστεί και σαν φραπάουα, καφάουα, τυροπιτάουα, γιωτάουα, κορδελάουα κλπ.

Εγεννήθη πιθανώς εντός των τοιχών στρατοπέδων από παλιοσείρια.

Ξαδέρφη του -λελέ (δες και απολελέ, τρελελέ, απολελέ και τρελελέ, γκατζολελέ, κοκ).

- Που σε ρε μαγκάουα; Πάμε να κτυπήσουμε καμία φραπεδάουα με τυροπιτάουα;
- Τελέρε, τρελελέ μέσα!

- Kαλάουα ή τρελελέ ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταβατικό ρήμα το οποίο απλά μπορεί να σημαίνει κάτι σε «όταν κάποιος παίρνει κάτι από χαμηλά και το σηκώνει» αλλά χρησιμοποιείται ευρέως με 2 σλανγκικές και παράλληλα συναφείς έννοιες (ιδίως σε περιφραστική μορφή).

Ανεβάζω (είμαι ανεβασμένος – με ανεβάζει): Διατελώ σε ψυχική ανάταση προκαλούμενη από γεγονότα, πρόσωπα, καταστάσεις, κλπ, σε σημείο να νιώθω ότι πετάω στα ουράνια, ότι μπορώ να κάνω τα πάντα.

Ανεβάζω (είμαι ανεβασμένος – με ανεβάζει): Πιθανώς από την αμερικλανιά Ι am high σε συνδυασμό με τον προηγούμενο ορισμό. Σαν να λέμε έχω κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ και νιώθω ότι πραγματικά είμαι καλά και όντως μπορώ να κάνω τα πάντα, τα κοάλα και άλλα συναφή ζώα (αλλά και να πετάξω από τον 13ο όροφο ή να οδηγήσω το παπί μου).

Ο πρώτος ορισμός δεν προϋποθέτει πάντα ότι το υποκείμενο ήταν πρότερα «πεσμένο», κάτι που συνήθως συμβαίνει στον δεύτερο ορισμό (χαρμάνα).

Και στις δύο περιπτώσεις φυσικά η πτώση (έλλειψη, hangover ή η επιστροφή στην πραγματικότητα) είναι οδυνηρή…

Αντώνυμο: πέφτωείμαι (αλλά και νίωθω) πεσμένος

Χρησιμοποιείται ενίοτε και το αμετάβατο «ανεβαίνω».

  1. Είμ' ανεβασμένος, στα σύννεφα πετάω
    όταν αγκαλιά μου, μωρό μου, σε κρατάω. Είμ' ανεβασμένος, δεν ξέρω για πού πάω,
    ένα μόνο ξέρω, το πόσο σ' αγαπάω.

Είμαι στα χάι μου
όταν σ' έχω πλάι μου κι όταν είσαι χώρια μου
με τρώει η στεναχώρια μου.

Είμ' ανεβασμένος, στα σύννεφα πετάω
όταν μες στα μάτια, μωρό μου, σε κοιτάω.
Είμ' ανεβασμένος, κανένας δεν με πιάνει,
με τον έρωτά σου πουλάκι μ' έχεις κάνει.

Στίχοι: Τάκης Κωλέτης
Μουσική: Αντύπας
Πρώτη εκτέλεση: Αντύπας

  1. Η κάνναβη κατατάσσεται στα χαλαρωτικά (downers) ναρκωτικά. Έτσι, ο χρήστης, ανάλογα και με τις παραπάνω περιπτώσεις, αισθάνεται χαλαρωμένος στο σώμα και 'ανεβασμένος' ψυχικά, ενώ τις περισσότερες φορές νιώθει να πεινάει και να διψά. (από το νετι…)

(από Khan, 22/10/09)Μπούμπις, σε ανεβάζει η μη(υ)δοανάφτρα; (από GATZMAN, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης: αναμικιόρης, αναμικιώρης. Θηλ. αναμκιόρα.

Ο ευέξαπτος, μυγιάγγιχτος, αυτός που τσατίζεται με το παραμικρό, ο δύστροπος, ο παράξενος, ο ανάποδος, ο τζαναμπέτης.

Δάνειο και πιθανώς ονοματοποιεία από την Τουρκική με πιθανή ετυμολογία από το kör που σημαίνει καταρχάς τυφλός αλλά και καταραμένος, κακός, άσχετος και άτυχος - αναλόγως της έκφρασης- και το άκλιτο anam που μεταφράζεται ως « Θεέ μου! » ή « μανούλα μου!» (από το ana = μάνα).

Δ.Π. BuBis, Χρήση electron, παραγγελιά Mes, all rights reserved©

- Θεέ μου τι αναμικιόρης είναι αυτός ο Πέρι, με το που του λες να κάνει κάτι, κάνει ακριβώς το ανάποδο… Δεν μπορείς να κάνεις μια σωστή συζήτηση μαζί του… Δεν ξαναβγαίνω μαζί του για μπύρες...
- Αγαπάει όμως ωραία, έχω ακούσει…
- Μάναμ! Και σύ Βρούτε! Το… ετυμολογείς το λήμμα; Kαι δεν σου φαινόταν…

λες να μου στείλει και ΠΜ; (από BuBis, 22/09/09)ΓΑ Πεταλούδας... (από BuBis, 22/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός όρος της πιάτσας για το χασίσι, που χρησιμοποιείται ακόμη ευρέως.

Παρόλο που η σοκολάτα, προερχόμενη από την επεξεργασία του κακάο, έχει και αυτή εθιστικές ιδιότητες, το χασίς αποκαλείται έτσι λόγω της συσκευασίας του, έπειτα από πρεσάρισμα, σε πλάκες που ομοιάζουν σε σχήμα, υφή και χρώμα το σοκολατικό.

Περιεκτικότερο της φούντας σε ενεργή ουσία αλλά λιγότερο δυνατό σε σχέση με το λαδάκι, η σοκολάτα έχει το πλεονέκτημα της εύκολης μεταφοράς και χρήσης.

Άγνωστο δε είναι αν η καθαρότητα της μετριέται σε ποσοστό επί τις εκατό, όπως και η μαύρη σοκολάτα.

  1. - Μάγκα μου, χτες έπαιξε μια σοκολάτα μαροκινή στου Τζίμη, μπίρ αλλάχ! Καήκαν τα χείλια μας από τις καυτές, τόσο γλυκιά ήταν!
    - Σε χαίρομαι ψηλέ, εμείς πια δεν έχουμε άκρες και κυκλοφορούν πια μόνο πρεζοφούντες για τους χλεχλέδες… Μια στις τόσες, ξεψειρίζουμε κάτι φούντες καλαματιανές… κατάντια…

  2. - Μαμά, μαμά, θα με δώσετε και μένα λίγη σοκολάτα από αυτή που τρώγατε χθες με τον μπαμπά και γελούσατε όλη την ώρα;

βλ. και σοκολάτα από το Μαρόκο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικός όρος.

Προέρχεται από την λατινική λέξη persona, από το «per» που σημαίνει δια (μέσου) και από το ρήμα «sonare» που σημαίνει ηχώ, με αρχική προέλευση το ετρουσκικό phersu με το ίδιο νόημα. Αντίστοιχη λέξη στα Ελληνικά προσωπείο.

Στο αρχαίο Ελληνικό θέατρο αλλά και αργότερα, οι ηθοποιοί φορούσαν αυτά τα προσωπεία όταν έδιναν παραστάσεις αποδίδοντας με αυτά τους διάφορους ρόλους. Όλοι οι ηθοποιοί να σημειώσω ήταν άνδρες. Η περσόνα δηλαδή ήταν αυτό το πρόσωπο δια μέσου του οποίου ένας ηθοποιός υποκρινόταν, μιλούσε.

Κάνοντας ένα μεγάλο άλμα στον χρόνο, φτάνουμε στην σημερινή μας εποχή, την ιντερνετική. Κάθε χρήστης στα chat rooms, στα forums αλλά και στο slang.gr, έχει το κωδικό του όνομα, τον λογαριασμό του, το άβατάρ του, κλπ, και με αυτά είναι μέλος ενός είδους κοινότητας, η οποία εξελίσσεται βάσει των δικών της σχέσεων και δυναμικών. Υιοθετώντας μια περσόνα δεν σημαίνει κατά ανάγκη ότι αυτή ανταποκρίνεται σ’ αυτό που πραγματικά είναι ο χρήστης αλλά σ’ αυτό που θέλει να προβάλει, είτε σε σχέση με τις φαντασιώσεις του, τον χαβαλέ του, ή τις ανασφάλειες του. Κάτι που να τον αντιπροσωπεύει στους άλλους, να καθρεπτίζονται πάνω του…

Αυτή η περσόνα του κάθε ενός από μας, διαμορφώνεται καθώς περνάει ο καιρός, και πολλές φορές, ίσως και από την αρχή ακόμη, η περσόνα και ο φέροντας την αρχίζουν να διαχωρίζονται, και να αποκτούν διαφορετική οντότητα. Πολλές φορές στα όρια του διπολισμού.

Οι περσόνες αυτές καμιά φορά ξεφεύγουν από τον αυστηρά διαγεγραμμένο χώρο, οθόνη, πληκτρολόγιο, δακτυλάκια, ματάκια και μυαλουδάκια και δημιουργούν τις δικές τους ζωές και θρύλους και εξελίσσονται με το πέρασμα του χρόνου. Το συμμάζεμα τους δε, είναι αρκετά δύσκολο, ενίοτε ακατόρθωτο.

Σε κάποιες περιπτώσεις, σε ένα και μόνο site, ο ίδιος ο χρήστης, μπορεί να αναπτύξει πολλές και διάφορες περσόνες, όταν η αρχική δεν τον ικανοποιεί πια με την ακούσια ανεξαρτησία της, χωρίς όμως πάντα να αποβάλλει την παλιά. Πολλαπλές περσόνες επίσης δημιουργούνται και για πιο υπόγειους λόγους όπως μπαγαποντοδοσια, πανωποντοδοσία, σπαστηριλίκι αλλά και για να την πέφτεις σε άλλους και γενικά να δημιουργείς μπάχαλα. Τα τρολ, είναι μανούλες σ’ αυτό, όπως και οι σχιζοφρενείς, οι παιδεραστές, οι έφηβοι αλλά και γενικώς άτομα που χρειάζονται αρκετή βοήθεια.

Το ιντερνέτ βρίθει από περσόνες! Σύμφωνα με μια τελευταία στατιστική μου μελέτη, αν ο πληθυσμός της γης είναι 6 δις, ή περσόνες πρέπει να είναι καμιά εκατοστάρα…

Φυσικά ο όρος περσόνα ή προσωπείο χρησιμοποιείται και εκτός ιντερνέτ από πολύ παλιά.

Όπως λεν κι οι Τρύπες : Φανέρωσε μου τη μάσκα που κρύβεις. κάτω απ' τη μάσκα που φοράς…

Για πιο πολλές πληροφορίες διάβασε και το slangossip του χαλ εδώ.

  1. έλα μωρέ τον μαλάκα, έχει φτιάξει ένα φλόρουμ και από το πρωί μέχρι το βράδυ συζητά μόνος του με τις εκατό περσόνες του. Την μία το παίζει αδερφή, την άλλη γκόμενος, την πιο άλλη πιπίνι, την άλλη χεβυμεταλλάς. Αν θέλουν να πάνε όλοι οι χρήστες του site εκδρομή, τους φτάνει να καλέσουν ένα ταξί. Αυτός ρε σε λίγο θα μας πηγαίνει σε μπάρ μόνος του, και θα την πέφτει στον εαυτό του… Πολύ jazz, μιλάμε…

  2. Χρήστης Βubis :

Persona: Σαλλλονικιός, στα δεύτερα -άντα, διαμένων στην Αθήνα με οικογενειακή καταγωγή από Πόλη, αρμένικη ρίζα, λογιστής, μεταπτυχιακό Στατιστικής, παντρεμένος με παιδιά, με δανειοδάνεια, ακούει καλή μουσική, καλό επίπεδο γνώσεων και χιούμορ.

Πραγματικότητα : Καλαματjιανός, 29 χρονών, διαμένων στην Θεσσαλονίκη με καταγωγή Απέκης, αιώνιος φοιτητής ΦΜΣ, πάντα ήθελε να τον θαυμάζουν για τα γραπτά του, καληνυχτάκιας, η πρώην γκόμενα του είναι απέ την Πόλη (και ακόμη την παρακολουθεί, όποτε μπορεί), ακόμα τον χαρτζιλικώνει ο μπαμπάς και τον μισεί γι αυτό, ακούει ραδιόφωνο για να μην είναι μόνος, έχει τρελαθεί με το ίντερνετ search, και κάνει clopy paste τα πάντα. Όσο για χιούμορ, γελάει με τον καθρέφτη.

Στην επόμενη συνάντα, μην τον βάλετε να καθίσει κοντά σε σιδερένιες καρέκλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified