Είδος γυναίκας που, παρά την σεξουαλική χειραφέτηση, δεν έχει εκλείψει, όσο απίστευτο και ν' ακούγεται. Είναι αυτή που τον παίρνει από κώλο για να μη σπάσει η παρθενιά, είναι η αράβισσα που το ξαναράβει γιατί αλλιώς κανείς δεν θα την παντρευτεί, είναι γενικώς η κατηγορία γυναικών που, είτε από κατάλοιπα κοινωνικής καταπίεσης ή από ενδόμυχο βίτσιο και κουτοπονηριά, ή, τέλος από απλή και καθαρή βλακεία, δεν τολμά να σπάσει την περίφημη παρθενιά της και να βγει στον κόσμο του σεξ με το κεφάλι ψηλά...

Επίσης είναι αυτή που ναι μεν είναι παρθένα αλλά όλο και κουνιέται στον καθένα, αφήνοντας υπονοούμενα ότι «τη λαδώνει τη μπάμια», και όταν την προσεγγίσεις σου έχει επιτεθεί για σεξουαλική παρενόχληση, σου έχει κάνει κατήχηση για το πόσο απρεπής είσαι, ή, απλώς, το έχει βάλει στα πόδια για τα καλά.

  1. - Αυτή η Μαρία λες να έχει νιώσει ποτέ χαρά στα σκέλια της;
    - Ου! είναι μια μισοπαρθένα αυτή, άλλο πράμα. Τους έχει πάρει όλους από κώλο αλλά η παρθενιά παρθενιά! Άθικτη!

  2. Άρχισαν να έρχονται στο γραφείο οι υποψήφιες γραμματείς και έσκασε μύτη και μια μισοπαρθένα, ο θεός να μας φυλάξει! αν την προσλάβει ο αφεντικός θα έχουμε όλοι πρόβλημα εδώ μέσα. Πάει γυρεύοντας για ιστορίες και σούξου μούξου μανταλάκια αυτή.

  3. - Το ήξερες ότι η γκόμενα του Χρήστου, αυτή η φοιτήτρια από την Ιορδανία, μας έλεγε πως προτού επιστρέψει στην πατρίδα της θα πα να κάνει παρθενορραφή γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσει να παντρευτεί ποτέ της;
    - Ε καλά και συ δεν τό' χεις ξανακούσει; Όλες αυτές είναι μισοπαρθένες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified