Στριμόκωλη κατάσταση. Χωρίς ελπίδα διαφυγής μέχρι να περάσεις. Που θα πιεστείς πολύ για να περάσεις. Και μετά μπορεί να 'χει κι άλλο λούκι. Ή κανάλι. Ή μανίκι. Ή γκεζί. Όχι καλό πράμα.

Το λούκι ή το τρώς ή το περνάς. Αν είσαι ηλεκτρολόγος ή χτίστης το εγκαθιστάς. Δλδ, και τότε το περνάς, αλλά στην περίπτωση εκείνη είναι η δουλειά σου, βγάζεις φράγκα. Έτσι είναι... Η ζωή είναι ένα λούκι... άλλος το τρώει και ισιώνει, άλλος το περνάει και χρεώνει.

- Τι ώρα θα φύγετε για Αθήνα;
- Λέμε κατά τις 3.
- Ωχ... θα φάτε ένα λούκι άνευ προηγουμένου από την κίνηση. Δεν φεύγετε το βραδάκι να 'χει κόψει λίγο;

Κατσιμηχέσω σχετικά... (από Hank, 17/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published