Άλλες χρήσεις:

  1. Όταν κάποιο ζώον ψωροπερηφανεύεται.
  2. Όταν κάποιος είναι ανήσυχος.
  3. Σε ανοίγματα στο chat, όταν δεν ξέρουμε τι άλλο να πούμε.
  4. Γενικά σε οποιαδήποτε άσχετη φάση.
  1. - Μπορεί να πηγαίνω κικ-μπόξιν μόνο τρεις μήνες, αλλά ήδη γαμάω και δέρνω.
    - Ηρέμησε.

  2. - Τι θα κάνουμε το βράδυ; Κλείνουμε κανα τραπεζάκι;
    - Ηρέμησε.

  3. (στο MSN)
    - Ηρέμησε.
    - Α έλα ρε, τι έγινε;

  4. - Χτες πήγα σινεμά με την κοπέλα μου.
    - Ηρέμησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική χρήση του γνωστού ρήματος, με σκοπό να δηλώσει την πεποίθηση του λέγοντος ότι ο συνομιλητής του υπερβάλλει ή ψεύδεται.

- Πώς πέρασες χτες ρε;
- Άσε μαλάκα, έκανα κονέ με τρία καταπληκτικά γκομενάκια.
- Ηρέμησε...

Got a better definition? Add it!

Published