Κάνω, στα ξανθιώτικα.

Η χρήση του είναι ισοπεδωτική, ιδιαίτερα από τους πιο μεγάλους.

  1. Γιαννάκη μη φτιάχνεις φασαρία θα ξυπνήσεις το μπαμπά σ'.

  2. Τα απογεύματα μ' αρέσει να φτιάχνω ποδήλατο στην ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξυπηρετώ, κάνω το χατίρι κάποιου, επιδεικνύω ειδική μεταχείριση. Εναλλακτικά: συστήνω σε κάποιο γνωστό μου άτομα του αντίθετου φύλου.

- Φίλε, γνώρισα μια παρτόλα... τρέφεται μόνο με σάντουιτς.
- Ε, φτιάξε με ρε μαλάκα!

(μετρ σε γνωστό κέντρο διασκέδασης)
- Ρε φίλε, με γαμάς. Τέτοια ώρα που μου ήρθες πώς να σε φτιάξω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified