Ξεκωλώνομαι, μου βγαίνει η πίστη κλπ από σκληρή χειρωνακτική κυρίως εργασία, αλλά είναι δυνατή η χρήση και για πνευματική, η οποία είναι ασυνήθιστα σκληρή και χρειάζεται πολλαπλάσιος κόπος για να έρθει εις πέρας.

- Άσε ρε Μικέ, είδα του κώλου μου την τρύπα να αλλάξω φλάντζα κεφαλής στο μπουρδέλο αυτού του μαλάκα. Πιο στριφνή μηχανή δεν έχω ξανανοίξει.

Bλ. και σχετικά λήμματα μου έγινε η σούφρα σα γαρύφαλο - φτύνω, τα - πίπα-κώλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified