Επί Τουρκοκρατίας, μέλος επίλεκτου σώματος της Οθωμανικής χωροφυλακής, ίσως και σωματοφύλακας του τοπικού άρχοντα. Είχαν φήμη ότι ήταν βάναυσοι και αδίστακτοι. Συνειρμικά, η λέξη παραπέμπει στον Αλή Πασά και η φράση «Τουρκαλβανοί τζοχανταραίοι» ήταν στάνταρ κλισέ στα ολίγον πατριδολάγνα, ολίγον τρομολάγνα, ολίγον μελό αναγνώσματα του μεσοπολέμου τύπου «Καπετάν Βρυκόλακας».

Στην τρέχουσα, η λέξη είναι σπάνια και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον μπασκίνα τραμπούκο και γενικότερα τον εγκάθετο, αυτόν που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία. Με την έννοια αυτή, θα έλεγαν ορισμένοι, η σημασία του λήμματος τσοχανταραίοι που εισάγει ο Deliolanis έχει τη λογική της.

Απαντάται και ως τσοχανταραίος, τζοχαντάρης και τσοχαντάρης.

Η προέλευση της λέξης πρέπει να ανάγεται στο τούρκικο jandarma και το συνώνυμο αλβανικό xhandar = χωροφύλακας.

Δες και το λήμμα κάνω ζάφτι.

  1. (Από το δημώδες σουξεδάκι Της Λένως του Μπότσαρη)

Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μον πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
Έχει και ’ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
-Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια ’ς την ποδιά και βόλια ’ς τοις μπαλάσκαις.
-Κόρη για ρίξε τα άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
-Τι λέτε μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ μαι η Λένω Μπότζαρη, η αδελφή του Γιάννη,
Και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των τουρκών τα χέρια.

  1. Τώρα για να σοβαρευτούμε και να μιλήσουμε πέραν των πεπραγμένων των εγχωρίων συμμοριών που δηλώνουν νεοφιλέλεύθεροι, σοσιλαδημοκράτες, σοσιαλιστές, κομμουνιστές ενώ στην πραγματικότητα είναι τσοχανταραίοι και κρατιστές πιο πολύ και από τον Στάλιν και τον Μάο στα ντουζένια τους (Από phorum.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified