Το αντρικό μόριο σε στύση, συγκριτικά με έναν λεβιέ ταχυτήτων ενός αυτοκινήτου και με τον τρόπο που τον πιάνει και τον μεταχειρίζεται με άνεση μια γκόμενα!

Ωραία οδηγάς μωράκι, δεν ξέρω για το τιμόνι αλλά τον πουτσολεβιέ τον δουλεύεις πολύ καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυάζει όλες τις ιδιότητες του μαλάκα, αλλά σε υπερθετικό βαθμό. Δηλαδίς:

  • Ο μαλάκας μπορεί να την παίζει / ο πουτσολεβιές την έχει κάνει λάστιχο,
  • Ο μαλάκας είναι μπορεί να ηλίθιος / ο πουτσολεβιές είναι πανηλίθιος, κλπ κλπ.

(πούτσος + λεβιές)

- Ρε πουτσολεβιέ, σταμάτα να την παίζεις γαμώ το ξεσταύρι σου.
- Καλά ρε μπαμπά, μη βρίζεις... (κλαψ κλαψ)

Bλ. και σχετικό λήμμα παπαρολεβιές, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified