Κουλός είναι και ένα εξάρτημα που τοποθετείται στο τιμόνι, συνήθως φορτηγού ή λεωφορείου, και μπορεί ο οδηγός να στρίψει γρήγορα και με το ένα χέρι.
Eυτυχώς έβαλα κουλό στο φορτηγό και δεν ταλαιπωρούμαι...
Κουλός είναι και ένα εξάρτημα που τοποθετείται στο τιμόνι, συνήθως φορτηγού ή λεωφορείου, και μπορεί ο οδηγός να στρίψει γρήγορα και με το ένα χέρι.
Eυτυχώς έβαλα κουλό στο φορτηγό και δεν ταλαιπωρούμαι...
Got a better definition? Add it!
Ο άχρηστος, ο ανίκανος, που δεν μπορεί να κάνει ούτε την πιο εύκολη δουλειά.
- Πήρα τον Σάκη για βοηθό στο μαγαζί μου, γιατί μόνος μου δεν την παλεύω.
- Ωχ, μαλακία έκανες. Εγώ δε θα τον εμπιστευόμουν καθόλου, αυτός είναι τελείως κουλός.
Βλ. και παρμένο, άταρο, παράλjυτος, μανταλάκιας
Got a better definition? Add it!