Η «δουλειά», ο μπελάς, ή κάτι απλώς βαρετό και μονότονο. Προφανώς από τη λέξη φάμπρικα που σημαίνει εργοστάσιο, είτε ως μεγάλη επιχείρηση ή ως βαριά και βαρετά επαναλαμβανόμενη εργασία.

συνώνυμα: βιολί, τραβάγια, μανίκι (σημασία 1)

  1. Άσε, μου άνοιξε μια φάμπρικα... Έφυγε για ταξίδι, και καλά επαγγελματικό, και μου παράτησε τη μάνα της άρρωστη να τη φροντίζω. Τα έχω δει όλα, η γριά με έχει τρελλάνει...

  2. Ο Σάκης έχει κολλήσει πάλι με τη Στέλλα και όλο γι' αυτήν μιλάει, μια τσόλι την ανεβάζει, μια ψυχοπουτάνα την κατεβάζει, πιάσαμε φάμπρικα πάλι, σου λέω...

Η φάμπρικα δουλεύει όλη μέρα! (από Hank, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published