Από το τουρκικό [bakir] χαλκός.

Αφορά αρσενικά που σκοπό έχουν να καλοπερνάνε και να μην δεσμεύονται. Συνήθως κυκλοφορούν σε ομάδες για καφέ ή ποτό.

Η ονομασία προήλθε, επειδή η ηλικία τους έχει περάσει κατά πολύ συνήθως την χρυσή εποχή της εφηβείας και βρίσκονται στην εποχή του χαλκού.

Πήγαμε σε ένα κλαμπάκι και γινόταν πατείς με πατώ σε από μπακούρια! Ούτε ένα μουνί για δείγμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη "μπακούρης" προέρχεται από το εβραϊκό "μπαχούρ" "בחור" (στο θηλυκό "μπαχουρά" בחורה) που σημαίνει νεαρός άνδρας (και "νεαρή γυναίκα" αντίστοιχα), δηλαδή ο άγαμος.

Έμεινε μπακούρης μια ζωή

Got a better definition? Add it!

Published