Επί τουρκοκρατίας, νεαροί Έλληνες που υπηρετούσαν τον σουλτάνο.

Ο όρος παρέμεινε για να χαρακτηρίζει άτομα αχρεία και χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις ευγένειας και βασικών κανόνων συμπεριφοράς. Συνηθίζεται η χρήση της και στον υπερθετικό: «τσόγλανος».

Πολύ συχνά αναφέρεται και από γυναίκες που στο κρεβάτι δεν ικανοποιήθηκαν οι σεξουαλικές ορέξεις τους.

  1. Ρε τσογλάνι δεν το είδες το φλας; Στραβωμάρα έχεις; Τσόγλανε, ε τσόγλανε!!!

  2. Κάτι ήξερε η Σούλα που έδιωξε τον Μάκη! Τι να σου πω! Κι εγώ τι του ζήλεψα; Στο κρεβάτι είναι πολύ τσογλάνι.

Κλασσική φάτσα τσόγλανου δεκαετίας \'80 (από krepsinis, 05/02/09)

Βλ. και κωλόπαιδο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified