Το τσανάκι, λέξη προελεύσεως τουρκικής [τουρκ. çanak -ι], είναι το πιάτο. Η έκφραση σημαίνει, ότι παύω να συνεργάζομαι, κόβω γέφυρες επικοινωνίας με κάποιον, ήτοι δεν τρώμε πια από το ίδιο πιάτο.

Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται και αυτούσια, ως ουσιαστικό, με σημασία παρόμοια με αυτή της λέξης «κουμάσι», περιγράφοντας άτομο κακής φήμης - λ.χ. είναι ένα τσανάκι αυτός...

  1. Σχόλιο από το διαδίκτυο:

Δεχόμενος δριμύτατες παρατηρήσεις ,από κάποιον που δεν μπορεί να ασχοληθεί σοβαρά, (διαθέσει τον απαιτούμενο χρόνο) για την ψυχαγωγία της ψυχής του, μουσική και την τροφή του πνεύματος, διάβασμα. Οπως επίσης και από τους ψευτοεπαναστάτες, απλούς υπονομευτές, βεζύρηδες που θέλουν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη.Αποφάσισα να χωρίσω τα τσανάκια μου και να δημιουργήσω ένα τόπικ με αφιερώματα στη μουσική και όχι μόνο.

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

Νομοτελειακά χωρίζω τα τσανάκια μου από τα τσανάκια «τους» λόγω χωρισμού των προγραμμάτων σε πολλά παράλληλα processes (κάνει καλό και στους πολυπύρηνους επεξεργαστές, όπως και στα clusters!) που ξεκινάνε από πολλά αυτόνομα προγράμματα τα οποία τα «μαζεύει» ένα master πρόγραμμα. Αυτή η λύση είναι και τεχνικά ανώτερη, και επιτρέπει code reuse και δε μπερδεύει την αδειοδότηση και δε πέφτεις σε ύφαλο καμιάς «νάρκης» για πατέντες που σου σκίζει όλα το πρόγραμμα, αφού έχεις χωρίσει τη λειτουργεία του σε πολλά μικρά στοιχειώδη αυτόνομα προγράμματα που κανένα του δεν είναι πατενταρισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified