Ξούρα> ξυρός (ξυράφι). Ή προφορά -ου- στη λέξη παραπέμπει σε παλαιότερη προφορά του γράμματος ύψιλον, λιγότερο ψιλή.

Ουσιαστικό = ξούρα θηλυκό, το ξύρισμα.

Επίσης, και στον πληθυντικό: ξούρες, με την ίδια έννοια.
Έριξε τις ξούρες του: ξυρίστηκε.

Κόντρα ξούρα (-ες): βαθύ ξύρισμα.

Μεταφορικά, λαϊκή γλώσσα: ψεύδη, ψέματα
«Άσε τις ξούρες!»: μη λες ψέματα!

- Μωρή πομώνα για να ξουρίζεις τη μούνα σου τ' αγόρασα το μαχθρί;

Να σου τα λούσω και να τα πάρω με το πιστολάκι; (από Galadriel, 24/02/09)

Βλ. και μπαγαποντοξούρα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified