Ξούρα> ξυρός (ξυράφι). Ή προφορά -ου- στη λέξη παραπέμπει σε παλαιότερη προφορά του γράμματος ύψιλον, λιγότερο ψιλή.
Ουσιαστικό = ξούρα θηλυκό, το ξύρισμα.
Επίσης, και στον πληθυντικό: ξούρες, με την ίδια έννοια.
Έριξε τις ξούρες του: ξυρίστηκε.
Κόντρα ξούρα (-ες): βαθύ ξύρισμα.
Μεταφορικά, λαϊκή γλώσσα: ψεύδη, ψέματα
«Άσε τις ξούρες!»: μη λες ψέματα!
- Μωρή πομώνα για να ξουρίζεις τη μούνα σου τ' αγόρασα το μαχθρί;