Το τριβέλι (λατιν. terebellum) είναι το τρυπάνι. Επίσης ζυμαρικό. Μεταφορικά ο άνθρωπος που είναι ενοχλητικός, στενός κορσές. Αυτός που τριβελίζει μας προκαλεί πονοκέφαλο.

Γιατί με τριβελίζεις παιδάκι μου; Δεν έχεις να κάνεις τίποτε άλλο να κάνεις από του να μου γίνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published

Αμυντικό όπλο, ενάντια σε ιππικό, αλλά και αυτοκίνητα.

Μια κατασκευή με τέσσερις μυτερές ακμές, που όπως και να την έριχνες στο έδαφος μια θα στρέφονταν κατά πάνω. Έτσι καρφώνονταν στις οπλές των αλόγων ή και σε λάστιχα αυτοκινήτων, ακόμα και σε παπούτσια...

Σπείραμε στον δρόμο τριβολια και όποιος περάσει θα καρφωθεί.

Κάποιο τσογλάνι έριξε τριβόλια στο δρόμο και καρφώθηκαν στο λάστιχο.

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος που είναι ανήσυχος, δεν μπορεί να κάτσει σε μια θέση.

Τριβέλια έχεις στο πισινό σου και δεν μπορείς να σταθείς;

Got a better definition? Add it!

Published

Αγκαθωτός ξερός σπόρος ποώδους φυτού που μεταφέρεται "κολλώντας" στο τρίχωμα των ζώων.

Γέμισε τριβέλια το σκυλί και άντε να τα βγάλεις.

Got a better definition? Add it!

Published