Όπου καπιτονέ το ύφασμα που φέρνει σε πάπλωμα μπακλαβωτό.

Έχει μια διεστραμμένη ρετρό γοητεία ίσως αλλά, βασικά, ήταν, είναι και θα είναι για τα μπάζα - η απόλυτη γουστέλλειψη. Να σε δει άνθρωπος με ρομπίτσα καπιτονέ - δεν υπάρχει αυτή η ξεφτίλα, ο καθρέφτης παθαίνει ψυχολογία.

Ωσεκτουτού, αν και η έκφραση έχει ήδη καταγραφεί, αξίζει ξεχωριστό λήμμα και, κυρίως, υποστήριξη με πολυμέσα. Κι αν κάποιος/α θέλει να το ψάξει το πράμα παραπάνω (γιατί άραγε;), μια καλή σελεξιόν από ρομπες καπιτονέ και άλλες υπάρχει εδώ.

Προηγούμενες καταγραφές και σχετικά λήμματα και σχόλια: ρόμπα, ρόμπα ξεκούμπωτη, ρόμπα λουλουδάτη

- Και πέφτουμε πάνω σε δυο ξεψώλια του άλλου κόσμου και λέει ο δικός μου «κορίτσια, πάμε Πριβέ;» και λένε αυτές «γουάου, πάμε, πάμε» και μου λέει ο δικός μου «μαλάκα, ο μισός μέσα είμαι» και του λέω κι εγώ «είσαι μαλάκας, θα φάμε πόρτα» και μου λέει ο δικός μου «άσε, είναι κουλ, έχω κονέ», ε, και πάμε και οι φουσκωτοί δεν είναι, βέβαια, αυτοί που και καλά ήξερε ο δικός μου, ε, και φυσικά τρώμε πόρτα ... ρόμπες γίναμε ...
- Ε, και με τις ψωλίτσες τι έγινε;
- Ε, μα αυτό σου λέω ... όχι απλώς ρόμπες, ρόμπες καπιτονέ γίναμε ... αυτές μπήκανε, βέβαια ... άσε, απίστευτη ήττα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified