Μένω άναυδος/άφωνος. Παγώνω. Μένω κάγκελο.
Ρε μαλάκα, μιλάμε καγκέλωσα...
Μένω άναυδος/άφωνος. Παγώνω. Μένω κάγκελο.
Ρε μαλάκα, μιλάμε καγκέλωσα...
Βλ. και παθαίνω πλάκα, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω μαλάκας, μένω παγωτό, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified