Ο μαλάκας. Αυτός που αυνανίζεται. Αλλιώς παιξοπούλης ή τραβομαλακίας.

Χουφτιάρης από χουφτιάρη όμως διαφέρει. Κατηγορίες:

  • Ο χουφτιάρης από ανάγκη: έχει να δει πεϊνιρλί από τότε που είχε πάει στη Δροσιά και έφαγε. Δεν του κάθεται καμία, δεν έχει καμία επιτυχία στο άλλο φύλο, γι'αυτο καταφεύγει στην παλιά αγαπημένη. Τη χούφτα.
  • Ο χουφτιάρης από επιλογή: Έχει φάει φρίκες με γκόμενες, είναι ανώμαλος, βαριέται να βγει έξω. Για κάποιον λόγο αυτός ο τύπος χουφτιάρη προτιμά την «προπόνηση», απ' τον πραγματικό αγώνα.
  • Ο χουφτιάρης από άποψη: Θεωρεί την μαλακία στάση ζωής και ξέρει όλα τα μυστικά της. Είναι μερακλής χουφτιάρης, θα βάλει το ποτάκι του, θα κάνει το τσιγαράκι του, θα βάλει τσόντα στο dvd, θα χαμηλώσει τα φώτα και θα του δώσει να καταλάβει. Αγαπάει τη μαλακία, δεν υπάρχει καν σαν ενδεχόμενο στη ζωή του το σεξ. Γράφει ερωτικά γράμματα στη χούφτα του, της παίρνει δώρα και την πάει ταξίδια. Ένας πραγματικά ερωτευμένος χουφτιάρης, ένας ορκισμένος σολίστας, ένας επαγγελματίας μαλάκας.

-Ρε συ, δεν μου κάθεται καμία... έχω καταντήσει μεγάλος χουφτιάρης!

-Ρε, σε ποιόν γράφει το ποίημα αυτός;
-Στη χούφτα του ρε. Είναι χουφτιάρης από άποψη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified