Κάνω ότι δεν θέλω.

Ενώ της αρέσω, μου κάνει κόνξες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κόνξες: το σύνολο των συνεχόμενων πεισματικών αντιδράσεων ενός ατόμου, όταν δεν θέλει να κάνει κάτι ή έχει προσβληθεί. Ή, για να εκδικηθεί για κάτι που ήδη έγινε το οποίο δεν ήθελε να γίνει, αλλά το επέβαλαν άλλοι. Πείσμα, αντίδραση, τσιριμόνιες, νάζια, σκέρτσα, καμώματα, τσαλίμια.

Προέρχεται από το αγγλικό φραστικό ρήμα conk out που σημαίνει έπαθε βλάβη και δεν μπορεί να προχωρήσει (για μηχανάκια, αυτοκίνητα).

  1. - Προσβλήθηκε από αυτά που άκουσε και άρχισε τις κόνξες.

  2. - Μην κάνεις κόνξες τώρα (σταμάτα να αντιδράς), θα πας έτσι και αλλιώς!

  3. Με την έννοια της δυσλειτουργίας (ή βλάβης) για συσκευές:
    «Δεν είχε κουμπώσει καλά το καλώδιο firewire με αποτέλεσμα να κάνει κόνξες η σύνδεση».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified