Χορταίνω υπερβολικά. Συν. μπάφιασα.
Δεν αντέχω άλλο πλέον κάτι, είμαι στα όρια μου. Συν. αγανάκτησα, απηύδησα.
Ετυμολογικά προέρχεται από τα, παρόμοιας σημασίας, τούρκικα biktim ή biktir.
α) Ουφ, μπούχτισα από το πολύ φαΐ. (χόρτασα)
β) –Μπούχτισα από την πολλή δουλειά, πάω για ένα τσιγάρο.(κουράστηκα)
-Με μπουχτίσατε με τις ανοησίες σας, φεύγω! (βαρέθηκα)
-Μπούχτισα! Δεν αντέχω άλλο την πολύ δουλειά και τον μικρό μισθό. Θα ψάξω αλλού για εργασία. (αγανάκτησα)