Στην κοσμάρα του: Όταν κάποιος είναι αποκομμένος από την επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον για πολλούς λόγους, λ.χ. είναι ερωτευμένος, μαστουρωμένος, τρελός επιστήμονας, μεγαλοφυΐα, εκ φύσεως αφηρημένος, τζαζ, τζασλός. Κάποιος με τον οποίο δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε γιατί βρίσκεται σ' άλλον κόσμο.

Συνώνυμα: Earth calls Taki, earth calls Taki. Taki, please respond!

Φοίβος Δεληβοριάς: Αυτή που περνάει.

Στην κοσμάρα μου ως συνήθως κι άξαφνα τη βλέπω να περνάει
Με μια τσάντα «Ελευθερουδάκης» και να μου χαμογελάει
Σαλιγκάρια στη Σταδίου και τριφύλλια στη Σίνα
Ομορφαίνεις βάδισμά μου την Αθήνα
Λεμονιές στην Κοραή, περικοκλάδες στου Ζώναρς
Θέλω να σε ξαναδώ κατά μόνας!

Αυτή που περνάει, αυτή που περνάει
Αυτή να ρωτήσουμε να δούμε που πάει
Αυτή να ρωτήσουμε τον προορισμό μας
Ο άγνωστος δρόμος της να βρει το δικό μας.

Τη ρωτάω «τι γίνεται» μου λέει «απλώς πηγαίνω στη σχολή μου»
Στη χοροεσπερίδα, στη συνέλευση, στη φιλοσοφική μου
Περιβόλια στη Μπενάκη, στη Σκουφά βοσκοτόποι
Ζουζουνίζουν γύρω απ΄ τ΄ άνθος σου οι ανθρώποι
Λουλακί παραθυράκια στα ταξί και στα τρόλεϊ
Αλληλοκαλημερίζονται όλοι

Σαλιγκάρια στη Σταδίου και τριφύλλια στη Σίνα
Ομορφαίνεις βάδισμά μου την Αθήνα
Αν δεν έχεις τι να κάνεις σε παντρεύομαι τώρα
Και αρχίζει η ανοιξιάτικη ώρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified