@ allivegp Φοβερά μήδια!
Φοβερή λέξη! Κρίμα που δεν ξέρουμε από πού προέρχεται. Ως streba και stremba απαντάται ως επίθετο, Κεντρική Ευρώπη και Ιταλία αντίστοιχα, πράγμα που μας λέει ότι κάποτε κάτι σήμαινε. Stremba επίσης σημαίνει «προσπαθώ, κάνω αγώνα» στη γλώσσα που μιλούν στα νησιά Φαρόε αλλά δε νομίζω νάχει σχέση.
Σαλαμούρα είναι η άρμη, τελεία. Άντε να είναι, ειρωνικά, κι ένα φαγητό λύσσα στο αλάτι. ΔΕΝ είναι μυρωδιά - τυριού, παστού ή οτιδήποτε άλλου.
Επίσης, η λέξη μπορεί να φαίνεται σλανγκ σε ανθρώπους που δεν ξέρουν τι σημαίνει αλλά δεν είναι. Είναι μια πολύ παλιά, και κάποτε πολύ κοινή λέξη.
Που παίζει ωρέ κλεφτόπουλο αυτός ο Γκούσταρσον; Δεν τον ξέρω και δεν μπορώ να τον βρω και πουθενά.
Εξαιρετικά ενημερωτικό και καλογραμμένο!
Τώρα, σε ό,τι αφορά την τρέχουσα χρήση του όρου, θα έλεγα ότι το μαζόχας και το Φον Μαζόχ δεν χρησιμοποιούνται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Νομίζω ότι το Φον Μαζόχ ενέχει θέση υπερθετικού βαθμού, ας πούμε:
Ο Α. είναι μαζόχας, γι'αυτό την ανέχεται
Ο Α. είναι μεγάλος μαζόχας, δεν μπορείς να φανταστείς τι ανέχεται - ισχυρότερο
Α, καλά, ο Α. είναι ο φον Μαζόχ - μόνον αυτός θα μπορούσε να τ' ανεχθεί αυτά που του κάνει - πιο πολύ δεν έχει
Πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή για την εξέλιξη της σημασίας της λέξης, μπράβο! Πάντως είναι αλήθεια ότι στην τρέχουσα, η πετούγια δεν αναφέρεται μόνον στις (και καλά) εύκολες γυναίκες αλλά είναι απαξιωτικός όρος με ευρύτατη εφαρμογή - όπως και το λινάτσα, μπινελίκι πασπαρτού που λέει και ο V. Ωραιότατα δε λέγεται και μεταξύ ανδρών εν είδει χαριεντισμού.
Και πού τονίζονται ...
Αχ, η νεολαία της σήμερον ...
Αγαπητέ μου, έβαλες ως συνώνυμες του doggystyle τέσσερις λέξεις τις οποίες προφανώς θεωρείς και συνώνυμες μεταξύ τους. Αλλά, βέβαια, η κάθε μια απ' αυτές τις λέξεις σημαίνει κάτι διαφορετικό, ήγουν:
Νταξ, η εκπόρνευση είναι μια πολύ ειδική χρήση. Δεν είμαι καν σίγουρος αν και ο Πανούσης το εννοεί έτσι στο παράδειγμα. Η βασική σημασία της έκφρασης είναι ξεπουλάω όσο-όσο, για να ξεφορτωθώ κάτι - δλδ πάνω κάτω αυτό που είπε ο vrastaman. Και αρχικά πρόκειται για κυριολεκτική σημασία - στις εκπτώσεις τα μαγαζιά έβγαζαν το στοκ που ήθελαν να διώξουν σε πανέρια, μερικές φορές και στο δρόμο. Απ' τα πανέρια το πήρα σημαίνει το πήρα πάμφθηνα μεν αλλά από ποιότητα άσε καλύτερα ... στην δε περίπτωση των υφασμάτων, στα πανέρια έβγαιναν τα ρετάλια (τα οποία, παραδόξως, δεν τα έχουμε).
Σε ό,τι αφορά την άλλη σημασία που προτείνεται, δλδ θα σε βγάλω σε δημόσια θέα, έκθεση, πρώτη φορά τη βλέπω εδώ και μάλλον περί εικοτολογίας πρόκειται, νο;
Νομίζω ότι χαρακτηριστικό της γεροντομπεμπέκας είναι ότι ακριβώς, παρά την ηλικία της, ντύνεται με ρούχα από πολύ νεανικά έως μπεμπεδίστικα - το αποτέλεσμα είναι γελοίο και αυτή η γελοιότητα είναι συστατικό στοιχείο του ορισμού. Στα αγγλικά λέγεται mutton dressed up as lamb. Πιστεύω ότι οι φωτό 7-10 είναι διευκρινιστικές.
Το λέμε και «κάνει με το μυαλό του μπαϊράμι», δηλαδή φαντασιώνεται και τη βρίσκει ή, αλλιώς, ό,τι θυμάται χαίρεται.
Καλώς καταγράφεται η απόχρωση αυτή αλλά είναι όντως νεόκοπη; Θυμάμαι ότι βλήματα ήταν ένας από τους χαρακτηρισμούς που προσάπταμε στους σπασίκλες, στους φύτουκλες - ίσως γιατί, δικαίως ή αδίκως, τους θεωρούσαμε μονοκόμματους, μ'ενα πράμα μόνο στο μυαλό τους. Εννοείται ότι στην πλειοψηφία τους ήταν όχι απλώς νοήμονες αλλά πανέξυπνοι. Βλήματα, ας πούμε, με κάτι από nerds ή geeks - τότε, βέβαια, δεν ξέραμε αυτές τις λέξεις.
Πολύ σωστός. Περιμένουμε και το ορθάδικο.
Γιατί να είναι ανεμοκιθάρα; Είναι απευθείας μετάφραση από το air guitar, όχι από το wind guitar ή κάτι τέτοιο, οπότε αεροκιθάρα είναι το προφανές. Δεδομένου μάλιστα ότι άλλη αναφορά στο ανεμοκιθάρα δεν βρίσκω, μήπως θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί και λεξιπλασία;
Νομίζω ότι βασικά ο χότζας καλά τα λέει - και ο Μπάμπης έτσι το δίνει: τσίχλα (η μαστίχα) < αγγλικό chicle < ισπανικό chicle < tzictli, Αζτέκοι κλπ. Το chicle (=a gumlike substance obtained from the latex of certain tropical American trees) πέρασε στα Αμερικάνικα αγγλικά γύρω στο 1860 και λογικό είναι να ήρθε στα Ελληνικά από τα Αμερικάνικα παρά απ' τα Ισπανικά. Και βέβαια ούτε από τo Ιταλικό cicca.
Άσχετο: To business πέρασε στα Ελληνικά ως οι μπίζνες, στον πληθυντικό, λόγω της οικείας μορφολογικά κατάληξης -ες αλλά στα αγγλικά, βέβαια, δεν είναι τύπος πληθυντικού - προέρχεται από το busy+ness, η ιδιότητα του να είσα απασχολημένος.
Μήπως έχει σχέση και με το ιταλικό posto = θέση, βάζω πόστα = μτφ, βάζω κάποιον στη θέση του;
Ναι, αλλά αυτός δεν σου είπε ότι μετά από αυτή την πατέντα με το horseradish του απαγορεύθηκε η είσοδος στη Βρετανία ... πλάκα κάνω! Η αλήθεια είναι ότι είχα ακούσει για bloody Mary με wasabi, που κι αυτό ρεπάνι είναι βασικά τώρα που το σκέφτομαι, αλλά δε μπήκα σε πειρασμό ... τώρα που το λες, όμως ...
Horseradish στη bloody Mary;;; Ίου...
Σούπερ ντούπερ - φο-βε-ρό! Μια τόση δα παρατηρησούλα μόνο - μήπως το λήμμα θα έπρεπε να είναι πληθυντικιές, οι, παρά πληθυντικιά, η; Έτσι, αφενός για λόγους συνέπειας - να είναι στον πληθυντικό η λέξη δλδ - και αφεδύο γιατί το αδίκημα μου φαίνεται να είναι διαρκές και όχι στιγμιαίο. Όπως δείχνει εύγλωττα και το παράδειγμα, κανείς δεν λέει μια πληθυντικιά σκέτη, πέντε-πέντε τις αμολάνε. Οπότε λέμε κι εμείς «άσε τις πληθυντικιές, ρε μεγάλε, και μίλα σαν άνθρωπος» - πώς λέμε «άσε τις μαγκιές». «κόφτα τα μαϊμουτζιλίκια» κ.ο.κ.
@ khan Ε, βέβαια, αλλά το ξέχασα ότι υπήρχε ... και να σκεφτείς ότι είχα βάλει και το μήδι με το turnip ... πώς το είπες το τυρί;
@ patsis νάσαι καλά, ρε πστ ... ακόμα γελάω ... ακούς εκεί μουγκρητό με κυπριακή προφορά ...
Σε παρακαλώ vikar - την ευλογία σου νάχουμε - ρώτα τον Κύπριο αν τον έχεις ακόμα πρόχειρο τι είδους ρεπάνι εννοούν. Επειδή η ρέβα είναι ένα μάλλον κοντόχοντρο είδος ρεπανιού που φέρνει πιο πολύ σε γογγύλι - δεν ξέρω, μπορεί και όντως να εννοούν αυτό οι Κυπραίες και νάχουν και τους λόγους τους. Από την άλλη, υπάρχουν και άσπρα ρεπάνια που δικαιολογημένα θα προκαλούσαν τον φθόνο. Ελπίζω οι φωτό να είναι διαφωτιστικές.
Μπράβο, ρε xalikouti!
Εγώ πάλι δεν κατάλαβα πού παραπέμπει το λινκ στο παράδειγμα.
Νομίζω ότι κυρίως λέγεται ειρωνικά - π.χ. πάει κάποιος να μας την φέρει, να μας εξαπατήσει με τρόπο χοντροκομμένο και προφανή, τον παίρνουμε χαμπάρι και σχολιάζουμε «πονηρός ο βλάχος ...»
Αυτά είναι!. Τα σπάνια.
Και το πατρύ λοκώ που αναφέρεται στον ορισμό είναι και αυτό αναφορά σε Γάλλο ποδοσφαιριστή, τον Patrice Loko, σέντερ φορ της δεκαετίας του '90. Δες σχετικά και το λήμμα Παπί, Λοκό και Τιγκανά.
Νταξ, επειδή είμαι και βραδείας αντιλήψεως, μου πήρε και δέκα λεπτά να καταλάβω ότι Μιχάλης Ιακωβίδης είναι ο Μάικλ Τζάκσον. Ακόμη δεν τόχω πιάσει, εννοείται, γιατί υπάρχει παραπομπή στο λήμμα e-λληνάρας/ e-λληναράς.
Κατά τ' άλλα, το λήμμα είναι κουκλάκι.
Βρήκα εδώ (ας είναι καλά ο sarant) το εξής απόσπασμα στο διήγημα «Ευέλπιδες» από την συλλογή «Διηγήματα του Γυλιού» του Ανδρέα Καρκαβίτσα.
[I]Ο Γαρίπης χαμογέλασε πονηρά. Ο Λινάρδος πειράχτηκε.
— Όχι· έσπευσε να ειπεί. Μη θαρρείς πως θέλω να φάω αμάκα. Έχω κι εγώ το φαΐ μου. Για να φυλαχτείς από τους άλλους στο λέω. Θα κάτσουμε στο πίσω μέρος του μαγαζιού και θα βάλω το παιδί να φυλάει. Όποιος έρθει, τσ! δεν είναι μέσα!..[/I]
Τα «Διηγήματα του Γυλιού» εκδόθηκαν στην Αθήνα το 1922 - 25 χρόνια σχεδόν πριν από την εμφάνιση της A.M.A.G., οπότε η ετυμολόγηση της λέξης αμάκα από το αρκτικόλεξο αυτό, αν και ευρηματική, δεν μπορεί να είναι σωστή.
Επιπλέον, προσωπικά γνωρίζω ότι η λέξη αμάκα είναι κοινή από παλιά σε διάφορες ντοπιολαλιές της Μακεδονίας π.χ. νταρνάκικα, πολυγυρνά χαλκιδικιώτικα.
Καλά, ρε πάτσι, όσο με κάνεις εσύ να γελάω, κανένας ...