Ααχαχαχαχα, γιατρέ μου... μ' έστειλες!!!
Να συνεισφέρω το «Όχι, δεν έκανε έκτρωση... απόψυξη έκανε»...
Σωστό.
Λέγεται πάρα πολύ και για τους προπονητές στο ποδόσφαιρο, επάγγελμα με πολύ μικρή επαγγελματική εξασφάλιση, π.χ.
Ο Νιόπλιας πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες και να γίνει σκληρός, τέρμα τα δίφραγκα για τους κατσουρανηδες και τους λέτους. αν δεν το καταλάβει θα φύγει νυχτα…. (από εδώ).
Από το γύφτικο rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή.
Δες και τα λήμματα ηρακλιά και μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά.
Από το γύφτικο rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή· η Ρομ κοπέλα είναι čhaj.
Το η- στην αρχή είναι το άρθρο η το οποίο, αρχικά, θα ήταν απαραίτητο για να ενταχθεί η λέξη rakli σε μια συνομιλία στα ελληνικά ή τα καλιαρντά, π.χ. rakli είπε... > η rakli είπε... και αργότερα ενσωματώθηκε στη λέξη π.χ. η rakli είπε... > η ηράκλη είπε...
Δες και το λήμμα μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά.
Ευχαριστώ για τις ευχές για τα 300 λήμματα και τα καλά σας λόγια για το συγκεκριμένο.
Το λήμμα επιδέχεται συμπλήρωση και κάνω την αρχή προσθέτοντας τα καλιαρντά ηρακλιά (=γυναίκα) και ηράκλω (=νταρντανογυναίκα) τα οποία, τώρα συνειδητοποιώ, πρέπει να προέρχονται από το τσιγγάνικο rakli (=κοπέλα, όχι Ρομ στην καταγωγή). Το η- στην αρχή είναι προφ, το άρθρο η.
Όπως είχε ήδη επισημάνει ο aias.ath η ετυμολογική συσχέστιση του ηρακλιά με τον Ηρακλή ήταν προβληματκή.
Η λέξη έχει καταγραφεί από τον Πετρόπουλο στα Καλιαρντά.
ψωλάραγμα, το· γυναικείον αιδοίον· από τα λαϊκά ψωλή + άραγμα < αράζω, καθισταμένης πάσης περαιτέρω επεξηγήσεως εντελώς περιττής· συνώνυμα: καυλομαξίλαρο, μουτζό.
Ξέρω ότι έχει καθιερωθεί να γράφεται μιμίδιο η απόδοση του meme. Αλλά, από τη στιγμή που το meme έλκει την καταγωγή από τον μιμητισμό, δεν θα ήταν ορθότερο να γράφεται μιμήδιο;
(Για την προέλευση του meme, το etymonline λέει: 1976, introduced by evolutionary biologist Richard Dawkins in «The Selfish Gene» (1976), coined by him from Greek sources, e.g. mimeisthai «to imitate,» and intended to echo gene.)
I know, I know, I'll get a life one of these days...
Το λήμμα, btw, σούπερ και επιφυλάσσομαι για προσθήκες.
Σχετικό και το αγοράζω οικόπεδο.
Aber, ihre Freude vergänglich ist, unsere Romäne weiß...
Εξαιρετικό - λήμμα και ορισμός!
Να μην το ξαναπιάσω αυτό το πονεμένο θέμα αλλά, ρε πστ μου αυτοί που τα χώνουν έτσι στην βαθμολογία, θα μας πούνε επιτέλους τι πίνουν και δε δίνουν; Ήμαρτον...
Σωστά καταχωρήθηκε το λήμμα - υπάρχει διαφορά στη χρήση και στην φόρτιση από το βούλγαρος αλλά επιφυλάσσομαι κατά πόσον ο ορισμός αναδεικνύει επαρκώς αυτήν την διαφορά.
Γενικώς, το θέμα είναι πολύπλοκο. Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση έχει γίνει στο ιστολόγιο του sarant εδώ. Χρήσιμα και τα σχόλια στο λήμμα βούλγαρος είσαι; που αναφέρει ο iwn καθώς και, πλαγίως, και το λήμμα ντουρντουβάκι.
Η τυρόπιτα κιχί είναι η τυρόπιτα η στριφτή (η κοζανίτικη και όχι μόνο) και έχει και σελίδα στο FB εδώ.
Από το τσιγγάνικό khul (=σκατό).
Ασφαλώς και είναι καλιαρντό. Ο Πετρόπουλος γράφει:
κουλό, το· σκατό, ίσως από το γνωστό κουλές (τούρκικα kule=πύργος)· ενθυμού τα ταυτόσημα πουλοπυργί (βλ. λήμμα) της καλιαρντής και κουραδοθημωνιά των ρεμπέτηδων· δεν αποκλείεται όμως η καταγωγή από το ιταλικό culo (=πάτος, πρωκτός).
Δες και το λήμμα κουλό.
Αλλά οι ετυμολογίες που προτείνει δεν είναι σωστές. Το κουλό προέρχεται από το τσιγγάνικό khul (=σκατό), και στα καλιαρντά, βασικά, κουλό σκατό σημαίνει.
Σε ένα κείμενο του με τίτλο Η αυτοκριτική είναι απαραίτητη που υπάρχει στην β' έκδοση των Καλιαρντών του '83, ο Πετρόπουλος αναφέρει ότι είχε επίγνωση των επιρροών της τσιγγάνικης γλώσσας στα καλιαρντά και αντιμετώπιζε τα τσιγγάνικα με δέος αλλά από ένα σημείο μετά αποφάσισε ότι δεν θα προλάβει να τα μάθει και τα άφησε.
Μερικές φορές, η λύση στο ντουβάρι μπορεί να είναι η ταβανοθεραπεία
Μάγκνουμ λέγεται επίσης:
Βλ. και μήδια.
Προφ, καμία σχέση με το κυπριακό κολοκάσιν...
Ακοούγεται και ως λαμβάνω υπό την υποψία μου.
Πολύ συνηθισμένη η χρήση της λέξης, ακριβώς όπως στο παράδειγμα, και στους νομούς Θεσ/νίκης και Χαλκιδικής. Κάποτε ανήκε στο χωριάτικο ιδίωμα, τώρα κυρίως argot faux paysan.
Να θυμίσω και δυο βιβλία του Γιάννη Ξανθούλη - Οικογένεια Μπες-Βγες, που κολλάει περισσότερο στον τίτλο παρά στην ουσία και Ο θείος Τάκης, που κολλάει περισσότερο στην ουσία παρά στον τίτλο.
Δες και αυτό εδώ, χαμηλά στην οθόνη, όπου λήμμα και ορισμός τσιτάρονται (χωρίς απόδοση) και ο τζίζας αποκαλείται «εγκυρότατη πηγή».
Εν το είχα δει ότι το είχαμε αυτό.
Μια ενδιαφέρουσα χρήση της λέξης που είναι συγχρόνως και κυριολεκτική και ιδιωματική/αργκοτική είναι όταν αναφέρεται στα κλαράκια μήκους, ας πούμε, 1-2 πόντων και πάχους βελόνας του καπλαντίσματος που παρεισφρέουν στον καπνό του τσιγάρου ή τον χύμα καπνό π.χ.
- Ωραία γεύση το Σαντέ...
- Καλή... αλλά, ρε πστ μου, πίτα στα τσαλιά είναι και δεν τραβάει...
Σε ποιά περιοχή λέγεται;
Μόρτικες; Αλανιάρικες;
Ίσως το λήμμα θα έπρεπε να είναι τα στάζω. Σχεδόν πάντα έτσι λέγεται - δες και τα παραδείγματα.
@ johnblack
Σαφής και ωραίος σε όλα.
Είμαι βέβαιος ότι η φίλη σου έμεινε ευχαριστημένη και με το όποιο άλλο δώρο της πήρες ;-)
Εκτός από μαύρα τριαντάφυλλα υπάρχουν και μαύρες τουλίπες - βλ. και το μυθιστόρημα La tulipe noire αλλά και την ταινία La tulipe noire και το ένα δεν έχει καμία σχέση με το άλλο.
@johnblack
Καραβίσια μακαρονάδα είναι η σκέτη άσπρη βρασμένη σε θαλασσινό νερό και με δυο κουταλιές λάδι στο τέλος από πάνω - είπαμε, στο καΐκι μιλάμε για basic. Δεν υπάρχει, σε διαβεβαιώ, επαγγελματίας ψαράς που θα έχει φρέσκες γαρίδες και αστακούς και θα τα φάει ο ίδιος - και δη μέσα στο καΐκι και δη παρέα με τα ναυτόπουλα. Αντιθέτως, οι μακαρονάδες που περιγράφεις παίζουν πολύ σε σκάφη από 45 και πάνω.
Ειρήσθω εν παρόδω, τα μύδια πλέον είναι προϊόν καλλιέργειας και όχι αλιείας και, ούτως ή άλλως, πάντα άλλοι επαγγελματίες ασχολούνταν μαζί τους, άσε δε που είναι και 20 φορές φτηνότερα από τ'άλλα που αναφέρεις.
Η αναφορά του betatzis στην καραβίσια μακαρονάδα, btw, νομίζω ότι δεν πήγαινε στην συνταγή αλλά στην ποιότητα (χαμηλή) και στην τιμή (υψηλή) - ας με διορθώσει αν τον κατάλαβα λάθος.
Για να γυρίσουμε, όμως, εκεί απ' όπου αρχίσαμε, μπορώ, δλδ, να συμπεράνω ότι η ερμηνεία βαπορίσιο = ακριβό επειδή είναι εισαγόμενο είναι δική σου προσωπική; Όπως είπα, ενδιαφέρουσα... Να πω δε, και σε σχέση με το το πλήρωσε βαπόρι ότι η επανάληψη της φράσης από τον ανθοπώλη σου δεν συνιστά επιχείρημα για την προέλευσή της one way or another - απ' αυτά που λες, εξ ίσου καλά θα μπορούσε να εννοεί ότι θα τα πλήρώσεις όσο και ένα βαπόρι.
Αλλά, πες μας - τα πήρες, τελικά, τα μαύρα τριαντάφυλλα ή όχι; ;-)
Ωραία λέξη!
Πάει και στο χουχουλιάζω, πάει και στο κοκούνινγκ, όπως το θέλει και το σχόλιο στο μπλογκ του Σαραντάκου εδώ.
Ή, μπορεί να είναι και κάτι άλλο - κουτσούνι;
Πάνα είναι μόνο μία (Babylino) - Μάνα είναι μόνο μία, κλπ
Γκρεκοτέξ θα πει κουρτίνες και κουρτίνες Γκρεκοτέξ
πλένεις και δε σιδερώνεις
δεν κουράζεσαι ποτές
Κι έχω κι ένα εκατομμύριο στην τράπεζα (Εθνική, c. 1975)