Βρε πές, γιατι στ' αλήθεια με μπέρδεψες! παιδακιών λέν στη Χίο ή παιδακίων; (υποθέτω το πρώτο) Είπα οτι το δεύτερο υπονομεύει τη κουβέντα, γι' αυτό (για σε πετάει σε παράταιρα επίσημο ύφος, σ' το καταντάει κιτσαριό).
Πάντως, σίγουρα σε διαλέκτους τέτοια πράματα είν' απενοχοποιημένα. Ντάξει, διάλεκτοι, αργκό στις πόλεις, το εργαστήρι της γλώσσας, γνωστά στο σάιτ, έτσι δέ 'ναι; γι' αυτό ειμαστε δώ αλλωστε κάποιοι.
«Σε πείσμα του βικάρ» οταν λές; με μπέρδεψες: των παιδακιών λένε ή των παιδακίων;
Και ένα σχετικό πόστ απο Σαραντάκο, μιά και τα είπα αυτά.
Το παιδακιών δέν τό 'χω για διαλεκτικό, το -ακιών ο κανονικός τύπος γενικής πληθυντικού για το -άκι είναι (γεράκι, αυλάκι, βαμβάκι...). Σίγουρα όμως θεωρείται απο πολλούς ευτελής κατάληξη, λαϊκάντζα, σχεδόν σε όλα τα υποκοριστικά. Και έχεις το γελοίο φαινόμενο να προσφεύγουμε στο -ακίων, το τόσο κραυγαλέα παλαιοελληνικό, που μας εξαναγκάζει συνήθως, ακόμη κι' αν δέν το θέλουμε, να πάρουμε χιουμοριστικό ύφος και να υπονομεύουμε έτσι οι ίδιοι και τη συζήτηση!
Πάντως, δεδομένου οτι η γενική, ειδικά του πληθυντικού, όντως αποφεύγεται σε χαλαρές κουβέντες (και αντικαθίσταται απο άλλους σχηματισμούς, συχνά εμπρόθετους, πιχί όχι των παιδακιών αλλα απ' τα παιδάκια), το σκάλωμα που τρώμε με το -ακιών βέρσους -ακίων δείχνει θά 'λεγα οτι ο τόσο ευρύς υποκορισμός σε απαιτητικότερες κουβέντες (οπου τη χρειάζεσαι τη γενική και δέ σου αρκούν οι εμπρόθετες λύσεις) πρέπει να είναι σχετικά καινούργιο φρούτο.
Αμ το άλλο; που ανθρωπομορφίζεις το κεφάλι να πονάει και καλά;...
(Γειά σου ρε κνάσο αρχηγέ.)
Πώ ρε γαμώτο, είν' αλήθεια, τρελοί καυλιάρηδες. Ν' ακούς τον Σκόφιλντ να κάνει το Λάιτ μαϊ φάιαρ λ ω ρ ί δ ε ς , το τρίο πίσω να παρανοεί, και να βράζεις εσύ στα ζουμάκια πού 'χεις χύσει πάνω στο βελούδινο το κάθισμα -εμ «τζάζ» γιά, σε θέατρα, μή χέσω...
Ε σε τέτοιες φάσεις, ε ναί, θα πρέπει να επινοήσεις κι' άλλη, ακόμα πιο καύλα λέξη για την καύλα. Δέν ξέρω τελικά τί μπορεί να πεί κανείς για το πώς λειτουργεί η επίταση στην αργκό, δηλαδή, κάτι που να μήν είναι προφανές, πάντως σίγουρα πρόκειται για τρελό κίνητρο γένεσης νέων λέξεων, καταλήξεων, συντακτικών σχημάτων... Τό 'χουμε πιάσει ήδη σε κάμποσες μεριές στο σάιτ, σίγουρα, αλλα ίσως θέλει επιτέλους λίγη στοργή κι' αγάπη παραπάνω.
Όπως πάντως καυλερός, έτσι και καυλώδης (της παρέας μου τουλάχιστον, υπήρχε βλέπω ως τύπος ήδη στα παλαιοελληνικά), καυλίσιμος, καυλένιος...
Αναρωτιέμαι πώς το προφέρει εκείνο το ύ, ή άν το γράφει μόνο. (Και ποιό ειναι το αντίθετο δηλαδή;)
Όπ! Πολύ σωστός, ωραίος. (τώρα το είδα) :-Ρ
Το ρημάδια για παιδιά ειναι καταχωρίσιμη σύνταξη, υπόψιν.
Και πάνω ρε που έλεγα, «για λεσβίες πήγε, λεσβία έγινε»...
Έτσι! σωστός και ο («η»;...) ρέντις και ο δεινόσαυρος.
Την κουβέντα αυτή την έχω για πιό πλατιά πάντως. Για άτομα βέβαια, αλλα και για φάσεις τόσο αδικαιολόγητες και απογοητευτικές που σε ξαφνιάζουν και θές να πείς «δέν είναι δυνατόν!». Η φράση είναι για μένα περίπου συνώνυμη με την ό,τι να 'ναι.
Ναί για το δουπού.
Τό 'χω ακούσει βέβαια, φοβερή ατάκα αν την σκεφτείς. Αυτά περίπου που λέει ο χαλικού στην τελευταία παράγραφο. Σε σχέση πιχί μ' αυτά που λέει ο ξηροσφύρης, ενώ το «αλλού ψηφίζουμε» σά να δηλώνει ογδοντίλα και την κληρονομιά της, και το «αλλουνού παπά ευαγγέλιο», ντάξει, την πατροπαράδοτη βυζαντινοχριστιανίλα στην ελλάδα, ή το «απο δυό χωριά χωριάτες» δηλώνει αντιπαλότητες λόγω καταγωγής (του μεσαίωνα πράματα δηλαδή, να δοξάζουμε το θεό που έχουν εκλείψει αυτές οι βαρβαρότητες...), η ενλόγω ατάκα ξεχωρίζει με το να πατάει στα διαβάσματα. Απο πίσω της δηλαδή παίζει υπόρρητα το «έχουμε μορφώσει τις (διαφορετικές) απόψεις που έχουμε, γιατι έχουμε διαβάσει βιβλία» -μέχρι και το πιό αυτοϋπονομευτικό «έχω τις απόψεις που έχω, γιατι τις έχω διαβάσει σε βιβλία». Τί «σχολεία της ζωής» και παπαριές, σα να λέμε.
Πότε την πρωτακούσατε; Εμένα μου φέρνει στο μυαλό πολιτικές κουβέντες δεκαετίας Δύο χιλιάδες. Δέν ειμαι σίγουρος. Τη θυμάμαι πάντως, γιατί μου είχε κάνει εντύπωση λόγω των παραπάνω. Δέν την ακούω και συχνά πάντως, ευτυχώς.
...
Η πιό αυθόρμητη μεταφορά πάντως του dominatrix που ξέρω εγώ στα ελληνικά είναι ντόμινα (σηκώνει και καταχώριση φυσικά, ακούγεται αν μή τι άλλο αρκετά).
Δέν ξέρω αν στέκει να μιλάμε για «αυθεντικά» κομμέ, και άν ναί, ποιά θα ήταν αυτά. Μάλλον πάντως θα έπρεπε να πρόκειται για τμήματα της λέξης, κατα τ' άλλα αναλλοίωτα απο μορφολογική άποψη, μή ενταγμένα οπωσδήποτε στο κλιτικό σύστημα. Εδώ, σίγουρα πρόκειται γι' αυτό το φαινόμενο, το οποίο βέβαια σαφώς και έχει κάποια σχέση με τα κομμέ απο μόνο του (κομμέ πάντως δέν θα τό 'λεγα).
Καύλα οι σουμπίτσες, αλλα παγίδα καμιά φορά οι ρουφιάνες, θέλει επιφυλακή μή βρεθείς στεφανωμένος...
Το βρίσκουμε και στη Ζωή εν γκούγκλω.
Αφήστε τον τον Χότζα στην ησυχία του ρε σείς. Τί άλλο πιά να πεί ο άθρωπος, όλα τα είπε.
Ε να 'ούμε, πατάς το μπλέ κουμπάκι εκεί και πάς «επεξεργασία ετικετών» αμα λάχει. (εκτός κι' αν δέν λάχει, δέν ειμαι σίγουρος αν έχει προστεθεί στο ντρόπ-ντάουν ή αν είναι στα τουντού)
Μπράβο ρε σούλτο, τις αθηναϊκές τις αγκράφες μου μέσα να πούμε! Εγώ το ξέρω «τοκά» πάντως, αρσενικό δηλαδή: ο τοκάς.
Ε το ίδιο λέμε άρα.
Τη χρησιμοποιεί σίγουρα αρκετά (απ' ότι θυμάμαι) ο Στίβεν Κίνγκ.
Νά τος, μίλησε ο μερακλής!...
Ώς προς το λήμμα, ενδιαφέρον οτι στα αγγλικά το cuntlicker χρησιμοποιείται ευρύτατα με αρνητικό πρόσημο, και στα γερμανικά (Muschilecker) το ίδιο. Αντίθετα, τέτοια χρήση στα ελληνικά (όπως στο τρίτο παράδειγμα του Χάν), δέν θα την έλεγα διαδομένη, ίσως είναι κι' αγγλισμός.
Γκαλά, ποιός μίλησε για μουνί;...
άχαχαχα