Ευπειθώς αναφέρω: Απ' ότι κατάλαβα απ' τις επανειλημμένες μουγκρητές περιγραφές, στην μαρτυρική ευδοκιμούν μεγάλα, άσπρα και όχι πικάντικα ρεπάνια (έτσι τα λέν εκεί), όπως τα περιγράφω επάνω, και κυρίως όπως φαίνεται στη δεύτερη φωτό που ανέβασε το πονηρόσκυλο.
Απο 'κεί και πέρα, ίσως να μήν τα λέμε ρέβες στην ελλάδα, ή τουλάχιστον, όχι μόνον αυτά. Αυτό το στήριξα κάπου που δέν μπορώ να ξαναβρώ αυτήν τη στιγμή, αλλα τώρα βρίσκω πιχί αυτό. Υπόψιν και αυτό όμως (αρχείο πιντιέφ), οπου ως ρέβα δηλώνεται το γογγύλι...
Υπάρχει λοιπόν σχετική σύγχυση γύρω απο την ονοματολογία, το βλέπει κανείς εύκολα άν κάνει μία μικρή διαδικτυακή αναζήτηση και αφιερώσει και λίγο χρόνο σε ονλάιν συζητήσεις για μαγειρική. Μ' άλλα λόγια, μέχρι κι' οι εράτα κουλινάρια έχουν το ρεζόν ντέτρ τους.
Κάνας μάγερας στην παρέα;...
Έλα, λίγο σπρώξιμο ήθελες απλά... :-Ρ Σωστός και θένξ. Έχω κάτι επαφές με λαϊκούς, αλλα περιστασιακές. Θα ρωτήσω κάποτε και άμα είναι επανέρχομαι.
Άσχετος απο μαγειρική, τί τό 'θελα ν' ανακατευτώ με τα πίτουρα;...
Ιρονίκ, απ' ότι είδα όταν έψαχνα για το συγκεκριμένο, το χόρς ράντις στα ελληνικά το λένε χρένο (το οποίο όμως χρησιμοποιούν πότε πότε και για το γουασάμπι, ή πώς σκατά το λέτε τέλος πάντων, δές εδώ).
Πάτσις, πολλά ξέρεις... Πρόσεχε γιατί συμβαίνουν και ατυχήματα.
Πονηρόσκυλο, ο κύπριος που έχω πρόχειρο είναι δυστυχώς ολίγον τί αναξιόπιστος ο παπάρας, γι' αυτό και κρατάω πισινές. Η ανάλυση επάνω είναι δική μου εκλογίκευση, υποστηριγμένη απο ευάριθμες και αντιπαραβεβλημένες διαδικτυακές πηγές βεβαίως βεβαίως [γκχ γκχ...], των δικών του μουγκρητών με κυπριακή προφορά, φέρω άρα και την ευθύνη.
Κρατούμενο λοιπόν, θα τον ξαναρωτήσω και θα σου πώ. Όταν τον καταφέρω. Τελευταία μου κάνει νερά γιατί. Αλλα θα του δείξω. Θα του δείξω ποιός ειν' ο καλαμαράς εδωπέρα...
Αξίζει να αναφερθεί ακόμα οτι οι κυπραίοι το κλίνουν κατα το γένος: ρε για άντρες, αλλα ρα για γκόμενες (δέν ξέρω ωστόσο αν λένε και ρο για ουδέτερα).
Χαλικούτης, στη συζήτηση που μας παραπέμπεις όσον αφορά την εμφάνιση της λέξης σε ρεμπέτικα, το μόνο σχόλιο που βρήκα ήταν σ' αυτήν την καταχώριση, οπου γράφεται το εξής:
Δεν εγγυώμαι ότι βρίσκονται σε ρεμπέτικα τραγούδια ή ότι δεν έχουν περιληφθεί ήδη στο λεξιλόγιο, αλλά πιστεύω ότι μπορεί να είναι χρήσιμες, έστω στην ανάγνωση των μυθιστορημάτων με θέμα τη Μικρά Ασία, από τα οποία είναι παρμένες. Έχεις στο νού σου καμιά πιό αξιόπιστη σύνδεση με ρεμπέτικα;... Κι' εγώ πάντως πρώτη φορά την ακούω την έκφραση.
Προέλευση;...
Ακούγεται το συγκεκριμένο, άν και δέν θά 'λεγα οτι έχει εδραιωθεί. Βοηθάει πάντως και η ηχητική ομοιότητα με το κοντινό στη σημασία τάπωμα (το οποίο μας λείπει, αλλα υπάρχει τουλάχιστον αυτό). Μιά και το θυμήθηκα, έχω επίσης ακούσει τον όρο λεγάς γι' αυτόν που την λέει συχνά στους άλλους.
Ρε σαλονικιοί, πάντε κανένας εκεί γωνία Τσιμισκή με Δωδεκαννήσου με μιά φωτογραφική ρ' εσείς (δέν διαθέτω φωτογραφική, αλλιώς θα τό 'χαμε ήδη).
Για τα το θέσουμε ξεσχατολογικά:
Ποιο ον το πρωί ξεσκατώνεται, το μεσημέρι ξεσκατώνει και το βράδυ πάλι ξεσκατώνεται;
(Γέροντας είμαι, όπως θέλω μιλάω!) Βράστας Ο Μπέντζαμιν Μπάτον; πάτσις Κύριοι, επιτρέψτε μου να δηλώσω πως σας βρίσκω πολύ αστείους, τέρμα...
Και κάτσε, δέν λές ποτέ ή δέν ακούς ποτέ το ξεχαρμανιάζω, ή οποιονδήποτε τύπο του με συνεχές ποιό ενέργειας;!... Εγώ γιατί τ' ακούω (και τα χρησιμοποιώ επίσης). Πρόχειρη άγρα στο διαδίκτυο:
1. Να 'ναι καλά αυτές, που ξεχαρμανιάζαμε πιτσιρικάδες στα 15 όταν οι Κύπριες δεν μας κάθονταν και καλά...
2. Και οι προπονητές, ξέροντας ότι λεφτά δύσκολα δίνονται, ξεχαρμανιάζουν κάνοντας ό,τι γουστάρουν.
3. Στα γήπεδα η Ελλάδα... ξεχαρμανιάζει
4. Μπορούμε όλο το Σάββατο να βολοδέρνουμε στην πίστα ξεχαρμανιάζοντας, το βραδάκι να επισκεφτούμε την πόλη για ανασυγκρότηση δυνάμεων και διασκέδαση και την Κυριακή να επισκεφτούμε τη λίμνη
Θά 'λεγα οτι είναι πάρα πολύ συνηθισμένοι τύποι. Ανάλογα και με το ξεγαμάω, το οποίο βέβαια δέν έχω ακούσει ποτέ, αλλα εκλαμβάνω έτσι ακριβώς (και που, να το ξαναπώ, το βρίσκω γαμώ τις λέξεις...).
Όχι απαραίτητα ρε ντούμπλφάς, τσάκω αυτό: Μαλάκα, κάθε γαμήσι έχει τη χάρη του, δέ λέω, αλλα σάν το ξεχαρμάνιασμα που νιώθεις όταν ξεγαμάς δέν έχει... Λέμε τώρα.
Ωραίο ρε ιρονίκ. Αλλα γιατί όχι σ' ενεστώτα;!... (Και στο παράδειγμα άλλωστε δέν τό 'χεις σε αόριστο).
Σχετικά τα σχόλια του Χάν στον πληροφορικάριο.
Μα ποιός άλλος;, ο κουρέας.
Σωστός ο Χάνκ θελω να πώ, ο Ντέρ φτού!... Άι σιχτίρ, τα διαδικτυακά σας τα παιχνίδια μέσα, μπερδεύτηκα. :-)
Πάντως, στο μαλάκας με πατέντα η λέξη έχει την τυπική σημασία της («δίπλωμα ευρεσιτεχνίας»).
Χμμ. Το γάμησα εκεί με τις αντωνυμίες, αλλα έτσι κι' αλλιώς, η υψηλή, υπερυψωμένη ποίηση χαρακτηρίζεται απο τη δυνατότητα πολλαπλής ερμηνείας, νόν; Αυτό ρε δέν ήτανε παράδειγμα ρε, αυτό ηταν ποίημα...
[ποί'μα το λέμε τώρα;...]
Λοιπόν, κατοχυρώσαμε και τη διεύθυνση, άιντε, φύγαμε. Τί σλάνγκ τζι άρ και παπαριές... :-Ρ
Που μου φέρνει στο μυαλό μιά παλιά ιδέα, για την οποία σνίφ! ποτέ κανείς δε με πήρε στα σοβαρά. Ένα λεξικό τυπικών ελληνικών, όχι αργκό, που θα είναι επιστημονικά άψογο σε όλα του, ορισμοί, ετυμολογίες, προφορές, όλα στην εντέλεια λέμε, αλλα θα κάνει τη διαφορά στα παραδείγματα: όλα μα όλα θα είναι χυδαίες και βρόμικες προστυχιές, σε μορφή υπονοούμενων ή και όχι. Μα όλα.
Σκεφτείτε πιχί τί θα μπορούσε ένα βρόμικο μυαλό να σκεφτεί για εντελώς αθώα και καλά λήμματα, όπως καρέκλα, χέρι, φυλακή, ανασαίνω, θυμάμαι, τραγουδάω, ή ξερω 'γώ ενόσω, και, αλλά και τα λοιπά και τα λοιπά...
Αλήθεια, πώς και δέν υπάρχει ήδη τέτοιο λεξικό; Ή υπάρχει και δέν το ξέρω; Ή μήπως μόλις έδωσα στεγνά επιχειρηματική ιδέα εκατομμυρίων ευρών;!... Όποιος παπάρας κλέψει την φοβερή και τρομερή μου ιδέα χωρίς να μου το πεί, να του ψοφήσει ο σκύλος απο καρδιά, την ώρα που θα του παίρνει πίπα η γυναίκα του (παράδειγμα απο το «Λεξικό το λέμε τώρα...» για το λήμμα καρδιά).
Μ' αυτήν την έννοια δέν το έχω ακούσει ποτέ. Μάγκουρας καταλαβαίνω να σημαίνει τον (υπερβολικά) μάγκα, λεγμένο ίσως ειρωνικά, με προέλευση δηλαδή απο το μάγκας και το -ουρας, όπως πιχί στα πάλιουρας ή λέουρας.
Όντως, σωστός. Τρελή αμερικανιά (το λέν συνέχεια στο νέο κόσμο). Πάντως, σάν να έχω ακούσει εκφράσεις όπως «μπίρα παρα τέταρτο», όχι απαραίτητα μόνο για μπίρα. Φαίνεται οτι το υιοθετούμε σιγά σιγά.
Για την ετυμολογία του χαρχαλεύω, με την έννοια «ψαχουλεύω» ή «γαργαλάω», ο Τριαντά λέει ηχομιμητική.
Ενδιαφέρουσα πάντως η σύνδεση με την έννοια «πουτάνα» --προσωπικά ποτέ δεν ακουσα τη λέξη να αναφέρεται σε πουτάνες, παρα μόνο ώς βρισιά.
Παίζει νά 'ναι και το τελειότερο σχόλιο απανταχού στο σλάνγκ τζι άρ. Έτσι απλά.
Ε τώρα δέν τα συνηθίζω βέβαια αυτά [...], αλλα με πιάνει το ακριβολογίστικό μου και δέν μπορώ: ούτε «ό» ούτε «ή». Εγώ πάντα ήξερα για «τό» Τζόιστικ.
(Καλωσήρθες.)
Σωστός. Κότα λένε λέει μόνο τη μ α γ ε ι ρ ε μ έ ν η όρνιθα.
Όλ' αυτά απο τον πρόχειρό μου κύπριο. Άμποτε, μαζί με την ξαστεριά, να κάνει να μπούν και αρκετοί κουμπάροι στο σάιτ να μας πούν και κάτι οι ίδιοι επιτέλους... Να μας σνομπάρουν οι γλωσσολόγοι, είπαμε :-Ρ, να μας σνομπάρουν όμως και οι κυπραίοι ρε γαμωτ';... :-)
Και το άλλο το άσχετο: ρ' εσύ, μόλις προχθές έμαθα οτι η Λευκάδα έχει γέφυρα απο Ηγουμενίτσα!...
Και ερωτώ: γιατί σκατά μας έχουν πρήξει τ' αρκίδια με τη σύνδεση Ρίου-Αντιρρίου και δέν μιλάν καθόλου για Ηγουμενίτσα-Λευκάδα; Υπάρχει όντως γέφυρα και οι Λευκαδιώτες τηρούν σιγήν ιχθύος κατά των Αθηνέζων κι' αυτοί, ή απλά ο κύπριος που έχω εδώ πρόχειρο με δούλευε προχθές ψιλό γαζί;...
Κάτσε να καλέσουμε και τον εκεί ιστολόγο πλάκα πλάκα...